Θεία Ευχαριστία
Θεία Ευχαριστία, θεία κοινωνία, Αγία Κοινωνία ή θεία μετάληψη αποκαλείται το θεοσύστατο μυστήριο της εκκλησίας, το οποίο εις ανάμνηση του σωτήριου πάθους του Κυρίου και προς άφεσιν αμαρτιών και ζωήν αιώνιον τελείται κατά τη Θεία Λειτουργία. Η Θεία Ευχαριστία είναι το μυστήριο το οποίο ικανώνει τα μέλη της εκκλησίας να παραμένουν ενωμένα και να υπερνικούν τις αλλοιωτικές δαιμονικές δυνάμεις. Ο Κύριος σε αυτό το μυστήριο εν αντιθέσει με τα υπόλοιπα, παρίσταται υποστατικώς και ουσιωδώς και όχι απλώς ενεργητικώς. Γι αυτό η Θεία Ευχαριστία τελικά "αποτελεί συνέχεια και επέκταση του μυστηρίου της ενανθρωπήσεως και αποτελεί μαζί με το δόγμα της Αγίας Τριάδας και της ενσαρκώσεως, το ύψιστο μυστήριο της χριστιανικής θρησκείας".
Το μυστήριο αυτό αποκαλείται ευχαριστία αφενός διότι κατά τους Κυριακούς λόγους "λαβών ο Ιησούς τον άρτον και ευχαριστήσας έκλασε...λαβών το ποτήριον και ευχαριστήσας έδωκε", αφετέρου για την προσφερόμενη από εμάς ευχαριστία, για την εκδήλωση της αγάπης και του ελέους Του προς την ανθρωπότητα.
Θεολογία
Το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας είναι μυστήριο κατά το οποίο μέσω της αναίμακτης παράστασης της σταυρικής θυσίας του Ιησού Χριστού συντελείται η ενότητα και η κοινωνία των μελών της εκκλησιαστικής σύναξης. Στο μυστήριο αυτό, υπάρχει πραγματική παρουσία του Ιησού Χριστού, ο οποίος ως θύμα και θύτης προσφέρει τω Πατρί το σώμα και το αίμα αυτού, υπό τα είδη του άρτου και του οίνου ως ανάμνηση του σταυρικού θανάτου, για την απολύτρωση του ανθρωπίνου γένους και εις άφεσιν αμαρτιών και ζωήν αιώνιον.
Το μυστήριο της "Θείας Ευχαριστίας" είναι το μυστήριο το οποίο διενεργεί την ενότητα του εκκλησιαστικού σώματος και συγχρόνως τρέφει διαρκώς τα μέλη μέχρι την ανάσταση. Έτσι η "Θεία Ευχαριστία", που αποτελεί τον τύπο της θυσίας του Ιησού Χριστού, συντελεί την ίδια τη διάσταση του ζωντανού σώματος της εκκλησίας, σε μία εσχατολογική προοπτική. Λειτουργεί ως μέσο αθανασίας και φάρμακο που συμβάλλει στην ενοποίηση και ζωοποίηση των μελών του σώματος καθαιρώντας τις διαβρωτικές επιρροές. Τελικά μέσω της Θείας Κοινωνίας το σώμα της σύναξης γίνεται ο λαός του Θεού. Η χαρακτηριστική σημασία μάλιστα του ευχαριστιακού γεγονότος διαφαίνεται με εμφατικό τρόπο στα λόγια του Κυρίου (Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον), όπου ο Κύριος αναφέρει πως όποιος συμμετέχει στο ευχαριστιακό Δείπνο του Κυρίου θα έχει ζωή αιώνιο. Γι αυτό παρατηρείται η διαρκής υπόμνηση του γεγονότος αυτού προς το γεγονός της αναστάσεως. Γι αυτό και το μυστήριο νοείται λειτουργικά, σε διαστάσεις κοινωνικές, αφού πέραν την ενοποιητικής και αγαπητικής δύναμης που παρέχει, τρέφει, οικοδομεί και δίνει κινητήριο δύναμη προς τα έσχατα.
Η "Θεία Ευχαριστία" δεν αποτελεί μία απλή ανάμνηση, ούτε μία φανταστική αναπαράσταση της θυσίας του Χριστού, αλλά μια πραγματική θυσία. Ταυτόγχρονα όμως δεν αποτελεί και μία νέα θυσία, αφού η θυσία του Κυρίου συντελέστηκε "άπαξ δια παντός". Έτσι δεν έχουμε επανάληψη των γεγονότων του Δείπνου, του πάθους, της ανάστασης, αλλά αυτά καθίστανται παρόντα. Όπως ο P. Evdokimov υπομνηματίζει "Όλα τα Άγια Δείπνα της εκκλησίας δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα αιώνιο και μοναδικό δείπνο, το Δείπνο του Χριστού στο Υπερώο. Η ίδια θεία πράξη λαμβάνει χώρα ταυτόχρονα σε μία συγκεκριμένη στιγμή της ιστορίας, και προσφέρεται πάντοτε με το μυστήριο". Οι πιστοί τελικά μεταλαμβάνοντας των αχράντων μυστηρίων, "ενώνονται με αυτόν μυστικώς καθιστάμενοι κοινωνοί της θείας φύσεως".
Η Θεία Ευχαριστία κατά την ορθόδοξη πατερική παράδοση διατηρεί τρισσό χαρακτήρα. Την ιλαστήριο φύση, η οποία εξιλεώνει τις ανθρώπινες αμαρτίες, τον ευχαριστιακό χαρακτήρα, δηλαδή την απόδοση ευγνωμοσύνης προς το ζωοδότη, την ικετήριο μορφή, για παροχή ζωής και πνευματικών αγαθών. Η θυσία αυτή προσφέρεται και υπέρ τεθνεώτων, ενώ η ενέργειά της ποτέ δε μπορεί να νοηθεί με μηχανικούς ή μαγικούς τρόπους. Η συνέργεια του ανθρώπου, η θέληση δηλαδή και βούλησή του, συνάμα με την καθαρότητα και την προετοιμασία του, είναι αυτή που αποδίδει καρπούς από το "φρικτό" αυτό μυστήριο.
Συνάμα όμως αποδίδει σε κάθε πιστό ιδιότητες που συγκεφαλαιώθηκαν στο Χριστό, δηλαδή το βασιλικό και το ιερατικό ήθος. Το βασιλικό ήθος αποδίδεται στον άνθρωπο έτσι ώστε ο άνθρωπος να αποκαταστήσει την κυριαρχία του ανθρώπινου προσώπου πάνω στη φύση, να υπερνικήσει το θέλημα της φύσης και να την αναδείξει σε δυνατότητα προσωπικής ζωής, έτσι ώστε ο άνθρωπος να μην είναι πια δούλος των απαιτήσεων και των αναγκών της, αλλά κύριος και άρχοντας πάνω στα πράγματα της φυσικής και προσωπικής δημιουργίας, πρώτιστα δε στην προσωπική του υπόσταση, με αποτέλεσμα να ανακλά τη δόξα της εικόνας του τριαδικού Θεού. Το ιερατικό ήθος αναφέρεται στο γεφύρωμα της κτιστής πραγματικότητας με τη θεία. Είναι δηλαδή ο φυσικός δεσμός που ενοποιεί την κτιστή φύση με τις θείες ενέργειες, που βοηθά τον άνθρωπο να υπερβεί την προσκόληση από τα γήινα ώστε αυτά να γίνουν μέσο συνάντησης του ανθρώπου με το Θεό, των ενεργειών του ανθρωπίνου προσώπου και τελικά με τις θείες ενέργειες της υποστατικής ένωσης κτιστού και άκτιστου που οδηγούν στην αγιότητα.
Ιστορική αναδρομή
Κατά τα πρώτα αποστολικά χρόνια η Θεία Ευχαριστία αποτελούσε το κέντρο της λατρευτικής ζωής των Χριστιανών. Με αυτή συνδέονταν όλες οι άλλες λατρευτικές και πνευματικές εκδηλώσεις της εκκλησίας. Η ευχαριστιακή σύναξη προς "κλάση του άρτου", υπεμφαίνεται στις Πράξεις των Αποστόλων πως τελείτο καθημερινά (Πράξεις 2,46), ενώ θεωρείται βέβαιο πως τελείτο κάθε Σάββατο βράδυ προς Κυριακή (Πράξεις 20,7), ως ανάμνηση του μεσσιανικού δείπνου του Χριστού. Ταυτιζόταν δε με το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και περιείχε σαφή λειτουργική έννοια περιλαμβάνοντας διδαχή, προσευχή, κοινωνία, ευλογία και δείπνο. Κατά τον H. Lietzmann μάλιστα πρέπει να γίνει σαφής διαχωρισμός μεταξύ του δείπνου που τελείτο και του μυστηρίου. Έτσι είναι γενικά αποδεκτό πως "δεν είναι δυνατόν να ταυτίσουμε την απλή συνεστίαση προς την "κλάσιν του άρτου" των μαρτυριών των Πράξεων". Το πότε λάμβανε χώρα το ευχαριστιακό δείπνο, δηλ. πριν ή μετά το μυστήριο, δεν υπάρχει κάποια σαφής ένδειξη, αλλά το βέβαιο είναι πως επικράτησε η πρόταξη του μυστηρίου από το Δείπνο. Από την άλλη μεριά το Δείπνο αυτό στην πρωτοχριστιανική εκκλησία δεν πρέπει να ταυτίζεται με τις αγάπες, οι οποίες κατά βάση μαρτυρούνται το β΄ αιώνα. Εν πάση περιπτώσει περί το 150 σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ιουστίνου, το δείπνο είχε αποχωριστεί από το μυστήριο, διατήρησε όμως μερικά εξωτερικά χαρακτηριστικά, όπως την κλάση του άρτου και την ευλογία του ποτηρίου, δίχως να εννοούνται όμως ως ευχαριστία. Κατά τον 7ο πλέον αιώνα, η κλάσις του άρτου απέκτησε άλλη μορφή, σε ιδιαίτερο τελετουργικό και διατηρώντας το όνομά της (η λεγόμενη αρτοκλασία).
Κατά την αρχαία συνήθεια της πρώτης εκκλησίας η Θεία ευχαριστία τελείτο σε ιδιωτικές κατοικίες, όπως μαρτυρείται μέσα από την Καινή Διαθήκη (Πράξεις 12,12,17. 21,18 κ.α.). Στο μυστήριο συμμετείχαν κατά βάση τα μέλη της τοπικής εκκλησίας, ενώ σε μερικές περιπτώσεις κυρίως στη Μ. Ασία επιτρεπόταν και η συμμετοχή εξ εθνών χριστιανών. Ο χρόνος τέλεσής του ήταν Σάββατο εσπέρα, αλλά εδώ θα πρέπει να τονιστεί πως με βάση τον τρόπο αλλαγής της ημέρας, θεωρείτο ήδη Κυριακή, αφού η αλλαγή της ημέρας για την εποχή γινόταν τις εσπερινές ώρες, της προηγούμενης ημέρας. Το Κυριακό Δείπνο αργότερα αποχωρίστηκε από το μυστήριο και καθιερώθηκαν οι αγάπες, λόγω καταχρήσεων που παρατηρήθηκαν. Παράλληλα με την εσπερινή σύναξη, τελείτο και την Κυριακή το πρωί μία εωθινή, η οποία όμως δεν περιείχε τέλεση του Μυστηρίου. Αργότερα όμως μεταφέρθηκε η τέλεση κατά την πρωινή σύναξη, χωρίς να μπορούμε να εξακριβώσουμε την αφορμή. Πιθανότερη εκδοχή θεωρείται ο διωγμός του Πλινίου του νεωτέρου, που είχε όμως τοπική ισχύ, γι αυτό ισχυρά ερείσματα βρίσκει και η πιθανότητα να ήταν θέλημα των χριστιανών, ώστε να μην παρατείνεται η ολοτελής νηστεία για μεγάλο χρονικό διάστημα. Υπεύθυνος για τη τέλεση του μυστηρίου ήταν συνήθως ο επίσκοπος, ενώ κάθε ένα μέλος έφερε δικό του ποτήριο με οίνο, το οποίο καθαγιαζόταν για το σκοπό του μυστηρίου.
Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί και μία ακόμα αρχαία συνήθεια της εκκλησίας. Τα Τίμια Δώρα τηρούμενα στην εκκλησία, αποστέλλονταν από τους διακόνους στα σπίτια των ασθενών και των αιχμαλώτων ή παραλαμβάνονταν από ασκητές ή πιστούς προς ιδιαίτερη μετάληψη και οδοιπορία. Το έθος αυτό μάλιστα διατηρήθηκε μέχρι και το 12ο αιώνα. Επίσης τα Τίμια Δώρα προσκυνούνταν υπό τον πιστών, μετά από γονυκλισία, στη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας και κατά την είσοδο των προηγιασμένων δώρων. Μια τέτοια προσκύνηση φυσικά ανήκει στον αληθινά παρόντα σωματικώς Ιησού Χριστό, που ευρίσκεται στα Τίμια Δώρα και όχι στην ύλη ή τη νοητή παρουσία του.
Ο μυστηριακός χαρακτήρας της Θείας Ευχαριστίας είναι σαφής και μέσα από τους πρώτους εκκλησιαστικούς συγγραφείς. Ο Ιγνάτιος ο Θεοφόρος (περ. + 120) είναι χαρακτηριστικό πως αναφέρει ότι η Θεία Κοινωνία είναι "φάρμακον αθανασίας, αντίδοτον του μη αποθανείν, αλλά ζην εν Χριστώ Ιησού διαπαντός", ενώ ομολογεί πως "ευχαριστίαν σάρκαν είναι του σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, την υπέρ των αμαρτιών παθούσαν, ην τη χρηστότητι ο Πατηρ έγειρε". Ο δε Ιουστίνος (περ. + 150) αναφέρει "Και τροφήν αύτη καλείται παρ ημίν ευχριστία...ου γαρ ως κοινόν άρτον, ουδέ κοινόν πόμα ταύτα λαμβάνομεν...αλλ' ον τρόπον δια λόγου θεού σαρκοποιηθείς Ιησούς Χριστός...εξής αίμα και σάρκες κατά μεταβολήν τρέφονται ημών...". Ο Ειρηναίος Λουγδούνου αναφέρει συμπληρώνοντας συνάμα: "ως γαρ από της γης άρτος, προσλαβόμενος την επίκλησιν του θεού, ουκέτι κοινός άρτος εστίν, αλλ ευχαρίστία δύο πραγμάτων συνεστηκυία, επιγείου τε και ουρανίου, ούτως και σώματα ημών, μεταλαμβάνοντα της ευχαριστίας, μηκέτι είναι φθαρτά, την ελπίδα της εις αιώνα αναστάσεως έχοντα".
Είναι λοιπόν φανερό πως η Θεία Ευχαριστία ήδη στα αποστολικά, αλλά και από τα άμεσα μεταποστολικά έτη ήταν κέντρο της λατρευτικής, αλλά και της πνευματικής ζωής των πιστών. Παρόλα αυτά λίγες πληροφορίες διασώθηκαν για την αναπαράσταση της τέλεσή της. Προφανώς όμως δεν πρέπει να επήλθαν ουσιώδεις διαφορές για την τέλεση του μυστηρίου. Κύριος λόγος του γεγονότος πρέπει να ήταν η "απόρρητη πειθαρχία" (disciplina arcani) που είχε επιβληθεί στους χριστιανούς, λόγω του μυστηριακού χαρακτήρα του γεγονότος (σε σημείο οι κατηχούμενοι να αποχωρούν), αλλά και λόγω των διαφόρων διαβολών και ψευδών κατηγοριών από την πλευρά των εθνικών, περί θυεστείων δείπνων, κανιβαλισμού κ.α..
Θεολογικές αποκλίσεις
Μετουσίωση
Η ορθόδοξη παράδοση ουδέποτε προσπάθησε επιστημονικά να προσδιορίσει τη μεταβολή ή τη μεταποίηση του άρτου και του οίνου σε σώμα και αίμα. Άλλωστε κατά την ορθόδοξη πατερική διδασκαλία η επιστήμη ασχολείτο με το Κτιστό, ενώ η χαρισματική θεολογία περί του ακτίστου. Αυτό διότι το έργο της άκτιστης ενέργειας δεν μπορεί να εξεταστεί ως προς τον τρόπο τέλεσής της επιστημονικά. Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί μόνο ως μετοχή, που τελικά οδηγεί στη γνώση. Σε αντίθεση τελικά με αυτή τη μέθοδο, η σχολαστική θεολογία χρησιμοποιώντας τη διαλεκτική μέθοδο (η αποδεικτική είναι η οδός της πατερικής θεολογίας) επιχείρησε την έρευνα περί του τρόπου μεταβολής, επινοώντας τη λεγόμενη "μετουσίωση" (transubstantiatio). Κατ αυτή τη θεώρηση η οποία είναι επηρεασμένη από την αριστοτελική φιλοσοφία, τα πράγματα έχουν ύλη και είδος, ήτοι ορατό και αόρατο. Κατά τη μεταβολή λοιπόν σύμφωνα με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία μεταποιείται το είδος, δηλ. το αόρατο μέρος, ενώ η ουσία (ορατό) μένει η ίδια. Κατά την ορθόδοξη όμως πατερική παράδοση, και σύμφωνα με τον Ιωάννη Δαμασκηνό, αρκεί μονάχα η πληροφορία ότι γίνεται διαμέσου των ενεργειών του Αγίου Πνεύματος και τίποτε περισσότερο. Σε κάθε περίπτωση όμως, τα σύμβολα του οίνου και του άρτου, μεταβάλλονται πραγματικά σε σώμα και αίμα Χριστού. Μέσα λοιπόν στην ορθόδοξη θεολογία παραμένει η οδός του αποφατισμού σε ότι αφορά την λειτουργία των ακτίστων ενεργειών.
Εδώ πρέπει να τονιστεί πως οι Προτεστάντες θέλοντας να ανατρέψουν την έννοια της μετουσίωσης υιοθέτησαν κάποιες άλλες απόψεις. Έτσι ο Λούθηρος μίλησε για την πανταχού παρουσία του σώματος του Κυρίου (ubiquitas), ο Καλβίνος δέχτηκε την επενέργεια της δυνάμεως του Χριστού απορρίπτοντας την αληθινή παρουσία του, ενώ τέλος ο Ζβίγγλιος δέχτηκε τη Θεία Ευχαριστία ως απλό και γυμνό σύμβολο. Έτσι λοιπόν πρέπει να γίνει κατανοητό πως η Ορθόδοξη Εκκλησία δε δέχεται κάποια επιστημονική εξήγηση περί μεταβολής και μετουσίωσης, αφού αυτή γίνεται με υπερφυή άκτιστο τρόπο.
Άζυμος άρτος
Η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία κατά της διαδικασία της Θείας Μεταλήψεως, αντικατέστησε τον άρτο από άζυμο άρτο, αποκαλούμενο Όστια, συνάμα καταργώντας τη μετάληψη οίνου στους πιστούς. Με αυτές τις πράξεις η Ορθόδοξη Εκκλησία διαφώνησε μένοντας πιστή στην αρχαία τάξη της εκκλησίας.
Είναι χαρακτηριστικό εξ αρχής να ειπωθεί πως ιστορικώς αποδεικνύεται, πως η χρήση αζύμων γινόταν κατά το Ιουδαϊκό Πάσχα όχι κατά την Παρασκευή ή το Σάββατο, αλλά κατά τη 15η του μήνα Νισσάν, εξού και εκ της Γραφής μαθαίνουμε ότι δεν εισήλθαν οι Ιουδαίοι στο Πραιτόριο την Παρασκευή, ώστε να φάνε το Πάσχα (Ιωάννης 18, 28). Ακόμα και αν, κατά τους ισχυρισμούς των Ρωμαιοκαθολικών, έτρωγαν κατά την εσπέρα της Παρασκευής άζυμο άρτο και πάλι αυτό δεν αρκεί αφού ο Κύριος συνέφαγε με τους Μαθητές του Πέμπτη. Όμως κάθε τέτοιου είδους ισχυρισμός καταρρίπτεται ενώπιον της παράδοσης της εκκλησίας και της ιστορικής πραγματικότητος, αφού ουδείς εκ των αρχαίων εκκλησιαστικών συγγραφέων δεν αναφέρεται σε κάτι τέτοιο, ενώ η χρήση του δε δύναται να αποδειχθεί πριν του 8ου αιώνα.
Απαγόρευση οίνου στους πιστούς
Σε ότι αφορά την απαγόρευση του οίνου στους πιστούς θα λέγαμε πως αυτό έχει μία αντιβιβλική θεώρηση. Κατά τον Κυριακό λόγο, "Πίετε εξ αυτού πάντες", ο Κύριος ζήτησε χωρίς εξαιρέσεις τη συμμετοχή στην πόση οίνου. Είναι χαρακτηριστικό δε πως μέχρι το 12ο αιώνα, ουδέποτε είχε θεσμοθετηθεί μία τέτοια πρακτική ούτε από τη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Μάλιστα παρότι κατά το παρελθόν υπήρξαν αιρετικές αποκλίσεις, όπως των Εβιωνιτών ή των υδροπαραστατών, ουδέποτε αποκλειόταν το υγρό στοιχείο κατά θεία μετάληψη, αλλά απλώς αντικαθίστατο από άλλο υγρό στοιχείο, κατά κανόνα ύδωρ. Κατά τη μαρτυρία δε των πατέρων όπως του Ιουστίνου και του Ειρηναίου, η εκκλησία από αρχαιοτάτων χρόνων χρησιμοποιεί τον οίνο στη θεία ευχαριστία, ενώ ο Πάπας Λέων ο Μέγας κατέκρινε όσους μεταλάμβαναν τον άρτο, αλλά όχι τον οίνο, χαρακτηρίζοντας την πράξη ιερόσυλο υποκρισία. Κατά την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία όμως, όπου είναι το σώμα εκεί θα βρίσκεται και το αίμα του Κυρίου. Πάντως κατά μερικούς θεολόγους κάτι τέτοιο είναι απλή πρόφαση. Η κίνηση αυτή είχε σα στόχο της έξαρση και την εξύψωση του κλήρου σε σχέση με το λαό.
Η Μετάληψη των νηπίων
Κατά τη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία τα βαπτισμένα νήπια αποκλείονται από τη Θεία Ευχαριστία. Μια τέτοια πρακτική είναι ενάντια τόσο στη διδασκαλία της εκκλησίας, όσο και την ιστορική πραγματικότητα. Σύμφωνα λοιπόν με τη διδασκαλία της εκκλησίας, κάθε μέλος της που δεν κωλύεται από σοβαρά αμαρτήματα, δύναται να προσέρχεται στο μυστήριο, δηλαδή σε κοινωνία με το ζωοδότη Θεάνθρωπο και την εκκλησια του. Εξ αυτού του λόγου ούτε τα νήπια κωλύονται από αυτή τη διαδικασία και γι αυτό η κίνηση της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας χαρακτηρίζεται με βάση και την παράδοση της εκκλησίας αδικαιολόγητη. Είναι χαρακτηριστικό πως ήδη υπό του Κυπριανού μαρτυρείται η συμμετοχή νηπίων στη θεία ευχαριστία, αλλά και στις Αποστολικές Διαταγές.
Η πρακτική αυτή υιοθετήθηκε από τους Ρωμαιοκαθολικούς το 12ο αιώνα, με τη λογική ότι ο πιστός πρέπει να βρίσκεται σε ηλικία ικανής κρίσεως περί της συμμετοχής του στο μυστήριο. Κατά τα παλαιότερα έτη, σύμφωνα με την Δυτική εκκλησία πρέπει ο πιστός να βρίσκεται τουλάχιστον μεταξύ 10ου και 12ου έτος της ηλικίας του, ενώ από το 1910 και την απόφαση του Πάπα Πίου Χ, στο 7ο.
Η Θεία Μετάληψη
Προετοιμασία
Προ της Θείας μεταλήψεως απαιτείται κατάλληλη προετοιμασία, ενώ η συμμετοχή στο μυστήριο επιτρέπεται μόνο στα βαπτισμένα μέλη της εκκλησίας. Ο πιστός λοιπόν πρέπει να προπαρασκευάσει τον εαυτό του, μετανοώντας για τις αμαρτίες του και εξομολογούμενος, αφού ο αναξίως μετέχοντας "κρίμα εν εαυτώ εσθίει και πίνει μη διακρίνων το σώμα και το αίμα του Κυρίου". Ο Απόστολος Παύλος είναι επίσης σαφής αναφέροντας (Α΄ Κορινθίους ια΄, 7) πως: "Δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω, και εκ του ποτηρίου πινέτω". Πέραν τούτου απαιτείται πολλές φορές και νηστεία, αλλά αυτό είναι κάτι που αποφασίζει ο πιστός σε συνεργία με τον πνευματικό του. Χαρακτηριστικό είναι πως πριν τη Θεία Κοινωνία απαγορεύεται οι πιστοί να φάνε ή να πιουν κάτι. Σε μεγάλο μέρος του πληρώματος της εκκλησίας, παρατηρείται επίσης αραιή προσέλευση στο Μυστήριο. Χαρακτηριστικές έμειναν στη σύγχρονη εκκλησιαστική ιστορία οι μάχες των Κολυβάδων περί της συχνής Θείας Μεταλήψεως, μία παράδοση που φαίνεται πως αρχίζει και πάλι να επιστρέφει στην αρχαία συνήθεια της εκκλησίας.
Λειτουργικό και μετάληψη
Θα πρέπει αρχικώς να τονιστεί πως η Θεία Λειτουργία ουσιαστικά είναι το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, με το λειτουργικό που καθιέρωσε η εκκλησία. Έτσι γίνεται εύκολα αντιληπτό πως το σημαντικότερο γεγονός της εκκλησιαστικής ζωής, η σύναξη του σώματος της Εκκλησίας όπου συντελείται η ενότητα του πληρώματος και η βίωση της αλήθειας, εκφράζεται μέσα από το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Κατά την προετοιμασία της Θείας Ευχαριστίας, καθαγιάζονται τα προσφερόμενα δώρα. Οι πιστοί προσφέρουν πρόσφορο, δηλαδή ψωμί με ειδική σφραγίδα, το οποίο καθαγιάζεται. Εν συνεχεία θερμαίνεται ύδωρ, το λεγόμενο "ζέον ύδωρ", το οποίο ρίχνεται μέσα στο ποτήριο της Θείας Κοινωνίας. Το ύδωρ αυτό συμβολίζει το ύδωρ το οποίο εξέτρεξε τη κεντημένη πλευρά του Κυρίου, ενώ είναι ζεστό για να δώσει την αίσθηση πως κοινωνούμε από τη ζωοποιό πλευρά του Χριστού. Η μεταβολή των Τιμίων Δώρων σε σώμα και αίμα γίνεται κατά την προσφώνηση του ιερέως "Τα σα εκ των σων...", ενώ κατά το κλείσιμο της Ωραίας Πύλης γίνεται η απαραίτητη προετοιμασία της "Θείας Μεταλήψεως".
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, κλήρος και λαός μεταλαμβάνουν σώμα και αίμα Κυρίου, εν αντιθέσει με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία η οποία στους πιστούς δίδει μόνο τη λεγόμενη Όστια, ένα άζυμο άρτο που συμβολίζει το σώμα του Κυρίου. Η Θεία Κοινωνία παρέχεται στους πιστούς με ένα κοχλιάριο (λαβίδα), το οποίο περιέχει το σώμα (άρτο) και το αίμα (οίνο), ενώπιον της Ωραίας Πύλης. Οι ιερείς μεταλαμβάνουν μέσα στο Ιερό Βήμα (κοινώς ιερό), αρχικώς μεταλαμβάνοντας σώμα και εν συνεχεία πίνοντας από το ποτήριο κατά την αρχαία συνήθεια. Κατά τη μετάληψη των αχράντων μυστηρίων, ο Θεάνθρωπος "του μερισμού είνε παρών εν εκάστω τμήματι των τιμίων δώρων", αφού όπως υπομνηματίζει και ο ιερός Χρυσόστομος, ψυχή και σώματι παρευρίσκεται ο Κύριος στα Τίμια Δώρα. Οι πιστοί μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας προσέρχονται και πάλι ενώπιον της Ωραίας Πύλης για να λάβουν το αντίδωρο, δηλαδή ένα μικρό καθαγιασμένο κομμάτι άρτου, το οποίο αποτελεί έκφραση αγάπης και αλληλεγγύης μεταξύ των πιστών του εκκλησιαστικού σώματος.
Στους ναούς το Μυστήριο φυλάσσεται συνήθως στο Αρτοφόριο, πάνω στη Αγία Τράπεζα, χωρίς όμως να υπάρχει ένας σαφής κανονισμός περί φύλαξής του. Τα έτοιμα δώρα, φυλάσσονται για τη μετάληψη βαριά ασθενών. Εν αντιθέσει με τη Λουθηρανική προτεσταντική ομολογία, τα Τίμια Δώρα ουδέποτε χάνουν την αξία τους, κάτι που αποδεικνύεται και από την ιστορική χρήση αυτών και εκτός εκκλησίας, όπως προαναφέρθηκε. Επιπρόσθετα το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας μπορεί να τελεστεί μόνο μία φορά στο ίδιο θυσιαστήριο (Αγία Τράπεζα) και μόνο αν υπάρχει παρουσία λαού, εν αντιθέσει με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Οι ιερείς επίσης δύναται να τελέσουν το μυστήριο μόνο μία φορά την ημέρα.
Η Θεία Μετάληψη στα νήπια
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, των αχράντων μυστηρίων κοινωνούν ανεξαίρετα όλοι οι πιστοί, συμπεριλαμβανομένων και των μικρών παιδιών, και αυτή "είναι πράξη...της αρχαίας Εκκλησίας...αναγόμενη στους αποστολικούς χρόνους". Τα βαπτισμένα νήπια, ως κανονικά μέλη της Εκκλησίας, έχουν ανάγκη, όπως και οι ενήλικες, της θείας ευχαριστίας για να έχουν μέσα τους ζωή, σύμφωνα με τους λόγους του Χριστού: "εάν μη φάγητε την σάρκα του υιού του ανθρώπου, και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς" (Ιω. 6,53).
Απομακρυνόμενη από την αρχαία παράδοση, "στο θέμα αυτό καινοτόμησε...η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η οποία δεν παρέχει στα βαπτισθέντα νήπια το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας", στην Ορθόδοξη Εκκλησία όμως, "στα βαπτισμένα νήπια δίνεται το χρίσμα και η μετάληψη της Θείας Κοινωνίας, επειδή έτσι κι αλλιώς τα μυστήρια θεραπεύουν τη φύση του ανθρώπου, και τα δώρα αυτά παρέχονται ως προίκα για τη μελλοντική ενεργοποίηση της χαρισματικής ζωής".
Την αρχαιοτάτη συνήθεια της συμμετοχής των νηπίων στη θεία Κοινωνία, βρίσκουμε διατυπωμένη με σαφήνεια στις Αποστολικές Διαταγές, οι οποίες "απηχούν πρωτοχριστιανικάς παραδόσεις":
"...μεταλαμβανέτω ο επίσκοπος, έπειτα οι πρεσβύτεροι και οι διάκονοι και οι υποδιάκονοι και οι αναγνώσται και οι ψάλται και οι ασκηταί, και εν ταις γυναιξίν αι διάκονοι και αι παρθένοι και αι χήραι, είτα τα παιδία, και τότε πας ο λαός κατά τάξιν μετά αιδούς και εύλαβείας άνευ θορύβου". Μεταγενέστερα, αρκετοί θεολόγοι της Εκκλησίας αναφέρθηκαν στο θέμα, ειδικά όταν η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία διαφοροποιήθηκε, όπως ο Ιωσήφ Βρυέννιος (14ος αι.), ο οποίος σημειώνει: "διά του βαπτίσματος ελυτρώθη της πλάνης το βαπτισθέν ούτω και τη αγία μεταλήψει αυτώ ενωθή τω Θεώ...".
Ο Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης († 1429), στο έργο του "Περί των ιερών τελετών", αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο (κεφ. 69 (ΞΘ΄), PG 155,236C: "Κατά λατίνων, ότι ου δει αφιστάν τα βρέφη της κοινωνίας") όπου "αναφέρεται στον εκ μέρους των Λατίνων χωρισμό της θείας Ευχαριστίας από το Βάπτισμα και τη χορήγηση της αργότερα, μετά την ενηλικίωση των βαπτισθέντων βρεφών".
Ομοίως, σύμφωνα με την Ομολογία Πίστεως του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Μητροφάνη Κριτοπούλου (1625), ένα κείμενο που "κατέχει πρωτεύουσαν θέσιν μεταξύ των ορθοδόξων δογματικοσυμβολικών μνημείων": "Και αυτά τά βρέφη, αρξάμενα ευθύς από του αγίου βαπτίσματος, μετέχει του λοιπού, οσάκις οι γονείς βούλονται. Ει δε τις ημίν μέμφεται μεταδιδούσι τοις βρέφεσι του κυριακού δείπνου, ραδίως αυτόν επιστομίζομεν (σ.σ. αποστομώνουμε)..." και συνεχίζει δίνοντας τις απαραίτητες θεολογικές και αγιογραφικές απαντήσεις.
Επίσης, ο άγιος Νικόδημος Αγιορείτης αναφέρει: "Ο ιερεύς...να βαπτίζη το παιδίον και μετά το βάπτισμα να αρχινά την θείαν λειτουργίαν και εν τω τέλει αυτής να μεταλαμβάνη το βαπτισθέν βρέφος" ώστε αυτό να λαμβάνει "τροφήν πνευματικήν"
Βιβλιογραφία
Πηγή: Ορθόδοξη Εγκυκλοπαίδεια
Το μυστήριο αυτό αποκαλείται ευχαριστία αφενός διότι κατά τους Κυριακούς λόγους "λαβών ο Ιησούς τον άρτον και ευχαριστήσας έκλασε...λαβών το ποτήριον και ευχαριστήσας έδωκε", αφετέρου για την προσφερόμενη από εμάς ευχαριστία, για την εκδήλωση της αγάπης και του ελέους Του προς την ανθρωπότητα.
Θεολογία
Το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας είναι μυστήριο κατά το οποίο μέσω της αναίμακτης παράστασης της σταυρικής θυσίας του Ιησού Χριστού συντελείται η ενότητα και η κοινωνία των μελών της εκκλησιαστικής σύναξης. Στο μυστήριο αυτό, υπάρχει πραγματική παρουσία του Ιησού Χριστού, ο οποίος ως θύμα και θύτης προσφέρει τω Πατρί το σώμα και το αίμα αυτού, υπό τα είδη του άρτου και του οίνου ως ανάμνηση του σταυρικού θανάτου, για την απολύτρωση του ανθρωπίνου γένους και εις άφεσιν αμαρτιών και ζωήν αιώνιον.
Το μυστήριο της "Θείας Ευχαριστίας" είναι το μυστήριο το οποίο διενεργεί την ενότητα του εκκλησιαστικού σώματος και συγχρόνως τρέφει διαρκώς τα μέλη μέχρι την ανάσταση. Έτσι η "Θεία Ευχαριστία", που αποτελεί τον τύπο της θυσίας του Ιησού Χριστού, συντελεί την ίδια τη διάσταση του ζωντανού σώματος της εκκλησίας, σε μία εσχατολογική προοπτική. Λειτουργεί ως μέσο αθανασίας και φάρμακο που συμβάλλει στην ενοποίηση και ζωοποίηση των μελών του σώματος καθαιρώντας τις διαβρωτικές επιρροές. Τελικά μέσω της Θείας Κοινωνίας το σώμα της σύναξης γίνεται ο λαός του Θεού. Η χαρακτηριστική σημασία μάλιστα του ευχαριστιακού γεγονότος διαφαίνεται με εμφατικό τρόπο στα λόγια του Κυρίου (Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον), όπου ο Κύριος αναφέρει πως όποιος συμμετέχει στο ευχαριστιακό Δείπνο του Κυρίου θα έχει ζωή αιώνιο. Γι αυτό παρατηρείται η διαρκής υπόμνηση του γεγονότος αυτού προς το γεγονός της αναστάσεως. Γι αυτό και το μυστήριο νοείται λειτουργικά, σε διαστάσεις κοινωνικές, αφού πέραν την ενοποιητικής και αγαπητικής δύναμης που παρέχει, τρέφει, οικοδομεί και δίνει κινητήριο δύναμη προς τα έσχατα.
Η "Θεία Ευχαριστία" δεν αποτελεί μία απλή ανάμνηση, ούτε μία φανταστική αναπαράσταση της θυσίας του Χριστού, αλλά μια πραγματική θυσία. Ταυτόγχρονα όμως δεν αποτελεί και μία νέα θυσία, αφού η θυσία του Κυρίου συντελέστηκε "άπαξ δια παντός". Έτσι δεν έχουμε επανάληψη των γεγονότων του Δείπνου, του πάθους, της ανάστασης, αλλά αυτά καθίστανται παρόντα. Όπως ο P. Evdokimov υπομνηματίζει "Όλα τα Άγια Δείπνα της εκκλησίας δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα αιώνιο και μοναδικό δείπνο, το Δείπνο του Χριστού στο Υπερώο. Η ίδια θεία πράξη λαμβάνει χώρα ταυτόχρονα σε μία συγκεκριμένη στιγμή της ιστορίας, και προσφέρεται πάντοτε με το μυστήριο". Οι πιστοί τελικά μεταλαμβάνοντας των αχράντων μυστηρίων, "ενώνονται με αυτόν μυστικώς καθιστάμενοι κοινωνοί της θείας φύσεως".
Η Θεία Ευχαριστία κατά την ορθόδοξη πατερική παράδοση διατηρεί τρισσό χαρακτήρα. Την ιλαστήριο φύση, η οποία εξιλεώνει τις ανθρώπινες αμαρτίες, τον ευχαριστιακό χαρακτήρα, δηλαδή την απόδοση ευγνωμοσύνης προς το ζωοδότη, την ικετήριο μορφή, για παροχή ζωής και πνευματικών αγαθών. Η θυσία αυτή προσφέρεται και υπέρ τεθνεώτων, ενώ η ενέργειά της ποτέ δε μπορεί να νοηθεί με μηχανικούς ή μαγικούς τρόπους. Η συνέργεια του ανθρώπου, η θέληση δηλαδή και βούλησή του, συνάμα με την καθαρότητα και την προετοιμασία του, είναι αυτή που αποδίδει καρπούς από το "φρικτό" αυτό μυστήριο.
Συνάμα όμως αποδίδει σε κάθε πιστό ιδιότητες που συγκεφαλαιώθηκαν στο Χριστό, δηλαδή το βασιλικό και το ιερατικό ήθος. Το βασιλικό ήθος αποδίδεται στον άνθρωπο έτσι ώστε ο άνθρωπος να αποκαταστήσει την κυριαρχία του ανθρώπινου προσώπου πάνω στη φύση, να υπερνικήσει το θέλημα της φύσης και να την αναδείξει σε δυνατότητα προσωπικής ζωής, έτσι ώστε ο άνθρωπος να μην είναι πια δούλος των απαιτήσεων και των αναγκών της, αλλά κύριος και άρχοντας πάνω στα πράγματα της φυσικής και προσωπικής δημιουργίας, πρώτιστα δε στην προσωπική του υπόσταση, με αποτέλεσμα να ανακλά τη δόξα της εικόνας του τριαδικού Θεού. Το ιερατικό ήθος αναφέρεται στο γεφύρωμα της κτιστής πραγματικότητας με τη θεία. Είναι δηλαδή ο φυσικός δεσμός που ενοποιεί την κτιστή φύση με τις θείες ενέργειες, που βοηθά τον άνθρωπο να υπερβεί την προσκόληση από τα γήινα ώστε αυτά να γίνουν μέσο συνάντησης του ανθρώπου με το Θεό, των ενεργειών του ανθρωπίνου προσώπου και τελικά με τις θείες ενέργειες της υποστατικής ένωσης κτιστού και άκτιστου που οδηγούν στην αγιότητα.
Ιστορική αναδρομή
Κατά τα πρώτα αποστολικά χρόνια η Θεία Ευχαριστία αποτελούσε το κέντρο της λατρευτικής ζωής των Χριστιανών. Με αυτή συνδέονταν όλες οι άλλες λατρευτικές και πνευματικές εκδηλώσεις της εκκλησίας. Η ευχαριστιακή σύναξη προς "κλάση του άρτου", υπεμφαίνεται στις Πράξεις των Αποστόλων πως τελείτο καθημερινά (Πράξεις 2,46), ενώ θεωρείται βέβαιο πως τελείτο κάθε Σάββατο βράδυ προς Κυριακή (Πράξεις 20,7), ως ανάμνηση του μεσσιανικού δείπνου του Χριστού. Ταυτιζόταν δε με το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και περιείχε σαφή λειτουργική έννοια περιλαμβάνοντας διδαχή, προσευχή, κοινωνία, ευλογία και δείπνο. Κατά τον H. Lietzmann μάλιστα πρέπει να γίνει σαφής διαχωρισμός μεταξύ του δείπνου που τελείτο και του μυστηρίου. Έτσι είναι γενικά αποδεκτό πως "δεν είναι δυνατόν να ταυτίσουμε την απλή συνεστίαση προς την "κλάσιν του άρτου" των μαρτυριών των Πράξεων". Το πότε λάμβανε χώρα το ευχαριστιακό δείπνο, δηλ. πριν ή μετά το μυστήριο, δεν υπάρχει κάποια σαφής ένδειξη, αλλά το βέβαιο είναι πως επικράτησε η πρόταξη του μυστηρίου από το Δείπνο. Από την άλλη μεριά το Δείπνο αυτό στην πρωτοχριστιανική εκκλησία δεν πρέπει να ταυτίζεται με τις αγάπες, οι οποίες κατά βάση μαρτυρούνται το β΄ αιώνα. Εν πάση περιπτώσει περί το 150 σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ιουστίνου, το δείπνο είχε αποχωριστεί από το μυστήριο, διατήρησε όμως μερικά εξωτερικά χαρακτηριστικά, όπως την κλάση του άρτου και την ευλογία του ποτηρίου, δίχως να εννοούνται όμως ως ευχαριστία. Κατά τον 7ο πλέον αιώνα, η κλάσις του άρτου απέκτησε άλλη μορφή, σε ιδιαίτερο τελετουργικό και διατηρώντας το όνομά της (η λεγόμενη αρτοκλασία).
Κατά την αρχαία συνήθεια της πρώτης εκκλησίας η Θεία ευχαριστία τελείτο σε ιδιωτικές κατοικίες, όπως μαρτυρείται μέσα από την Καινή Διαθήκη (Πράξεις 12,12,17. 21,18 κ.α.). Στο μυστήριο συμμετείχαν κατά βάση τα μέλη της τοπικής εκκλησίας, ενώ σε μερικές περιπτώσεις κυρίως στη Μ. Ασία επιτρεπόταν και η συμμετοχή εξ εθνών χριστιανών. Ο χρόνος τέλεσής του ήταν Σάββατο εσπέρα, αλλά εδώ θα πρέπει να τονιστεί πως με βάση τον τρόπο αλλαγής της ημέρας, θεωρείτο ήδη Κυριακή, αφού η αλλαγή της ημέρας για την εποχή γινόταν τις εσπερινές ώρες, της προηγούμενης ημέρας. Το Κυριακό Δείπνο αργότερα αποχωρίστηκε από το μυστήριο και καθιερώθηκαν οι αγάπες, λόγω καταχρήσεων που παρατηρήθηκαν. Παράλληλα με την εσπερινή σύναξη, τελείτο και την Κυριακή το πρωί μία εωθινή, η οποία όμως δεν περιείχε τέλεση του Μυστηρίου. Αργότερα όμως μεταφέρθηκε η τέλεση κατά την πρωινή σύναξη, χωρίς να μπορούμε να εξακριβώσουμε την αφορμή. Πιθανότερη εκδοχή θεωρείται ο διωγμός του Πλινίου του νεωτέρου, που είχε όμως τοπική ισχύ, γι αυτό ισχυρά ερείσματα βρίσκει και η πιθανότητα να ήταν θέλημα των χριστιανών, ώστε να μην παρατείνεται η ολοτελής νηστεία για μεγάλο χρονικό διάστημα. Υπεύθυνος για τη τέλεση του μυστηρίου ήταν συνήθως ο επίσκοπος, ενώ κάθε ένα μέλος έφερε δικό του ποτήριο με οίνο, το οποίο καθαγιαζόταν για το σκοπό του μυστηρίου.
Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί και μία ακόμα αρχαία συνήθεια της εκκλησίας. Τα Τίμια Δώρα τηρούμενα στην εκκλησία, αποστέλλονταν από τους διακόνους στα σπίτια των ασθενών και των αιχμαλώτων ή παραλαμβάνονταν από ασκητές ή πιστούς προς ιδιαίτερη μετάληψη και οδοιπορία. Το έθος αυτό μάλιστα διατηρήθηκε μέχρι και το 12ο αιώνα. Επίσης τα Τίμια Δώρα προσκυνούνταν υπό τον πιστών, μετά από γονυκλισία, στη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας και κατά την είσοδο των προηγιασμένων δώρων. Μια τέτοια προσκύνηση φυσικά ανήκει στον αληθινά παρόντα σωματικώς Ιησού Χριστό, που ευρίσκεται στα Τίμια Δώρα και όχι στην ύλη ή τη νοητή παρουσία του.
Ο μυστηριακός χαρακτήρας της Θείας Ευχαριστίας είναι σαφής και μέσα από τους πρώτους εκκλησιαστικούς συγγραφείς. Ο Ιγνάτιος ο Θεοφόρος (περ. + 120) είναι χαρακτηριστικό πως αναφέρει ότι η Θεία Κοινωνία είναι "φάρμακον αθανασίας, αντίδοτον του μη αποθανείν, αλλά ζην εν Χριστώ Ιησού διαπαντός", ενώ ομολογεί πως "ευχαριστίαν σάρκαν είναι του σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, την υπέρ των αμαρτιών παθούσαν, ην τη χρηστότητι ο Πατηρ έγειρε". Ο δε Ιουστίνος (περ. + 150) αναφέρει "Και τροφήν αύτη καλείται παρ ημίν ευχριστία...ου γαρ ως κοινόν άρτον, ουδέ κοινόν πόμα ταύτα λαμβάνομεν...αλλ' ον τρόπον δια λόγου θεού σαρκοποιηθείς Ιησούς Χριστός...εξής αίμα και σάρκες κατά μεταβολήν τρέφονται ημών...". Ο Ειρηναίος Λουγδούνου αναφέρει συμπληρώνοντας συνάμα: "ως γαρ από της γης άρτος, προσλαβόμενος την επίκλησιν του θεού, ουκέτι κοινός άρτος εστίν, αλλ ευχαρίστία δύο πραγμάτων συνεστηκυία, επιγείου τε και ουρανίου, ούτως και σώματα ημών, μεταλαμβάνοντα της ευχαριστίας, μηκέτι είναι φθαρτά, την ελπίδα της εις αιώνα αναστάσεως έχοντα".
Είναι λοιπόν φανερό πως η Θεία Ευχαριστία ήδη στα αποστολικά, αλλά και από τα άμεσα μεταποστολικά έτη ήταν κέντρο της λατρευτικής, αλλά και της πνευματικής ζωής των πιστών. Παρόλα αυτά λίγες πληροφορίες διασώθηκαν για την αναπαράσταση της τέλεσή της. Προφανώς όμως δεν πρέπει να επήλθαν ουσιώδεις διαφορές για την τέλεση του μυστηρίου. Κύριος λόγος του γεγονότος πρέπει να ήταν η "απόρρητη πειθαρχία" (disciplina arcani) που είχε επιβληθεί στους χριστιανούς, λόγω του μυστηριακού χαρακτήρα του γεγονότος (σε σημείο οι κατηχούμενοι να αποχωρούν), αλλά και λόγω των διαφόρων διαβολών και ψευδών κατηγοριών από την πλευρά των εθνικών, περί θυεστείων δείπνων, κανιβαλισμού κ.α..
Θεολογικές αποκλίσεις
Μετουσίωση
Η ορθόδοξη παράδοση ουδέποτε προσπάθησε επιστημονικά να προσδιορίσει τη μεταβολή ή τη μεταποίηση του άρτου και του οίνου σε σώμα και αίμα. Άλλωστε κατά την ορθόδοξη πατερική διδασκαλία η επιστήμη ασχολείτο με το Κτιστό, ενώ η χαρισματική θεολογία περί του ακτίστου. Αυτό διότι το έργο της άκτιστης ενέργειας δεν μπορεί να εξεταστεί ως προς τον τρόπο τέλεσής της επιστημονικά. Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί μόνο ως μετοχή, που τελικά οδηγεί στη γνώση. Σε αντίθεση τελικά με αυτή τη μέθοδο, η σχολαστική θεολογία χρησιμοποιώντας τη διαλεκτική μέθοδο (η αποδεικτική είναι η οδός της πατερικής θεολογίας) επιχείρησε την έρευνα περί του τρόπου μεταβολής, επινοώντας τη λεγόμενη "μετουσίωση" (transubstantiatio). Κατ αυτή τη θεώρηση η οποία είναι επηρεασμένη από την αριστοτελική φιλοσοφία, τα πράγματα έχουν ύλη και είδος, ήτοι ορατό και αόρατο. Κατά τη μεταβολή λοιπόν σύμφωνα με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία μεταποιείται το είδος, δηλ. το αόρατο μέρος, ενώ η ουσία (ορατό) μένει η ίδια. Κατά την ορθόδοξη όμως πατερική παράδοση, και σύμφωνα με τον Ιωάννη Δαμασκηνό, αρκεί μονάχα η πληροφορία ότι γίνεται διαμέσου των ενεργειών του Αγίου Πνεύματος και τίποτε περισσότερο. Σε κάθε περίπτωση όμως, τα σύμβολα του οίνου και του άρτου, μεταβάλλονται πραγματικά σε σώμα και αίμα Χριστού. Μέσα λοιπόν στην ορθόδοξη θεολογία παραμένει η οδός του αποφατισμού σε ότι αφορά την λειτουργία των ακτίστων ενεργειών.
Εδώ πρέπει να τονιστεί πως οι Προτεστάντες θέλοντας να ανατρέψουν την έννοια της μετουσίωσης υιοθέτησαν κάποιες άλλες απόψεις. Έτσι ο Λούθηρος μίλησε για την πανταχού παρουσία του σώματος του Κυρίου (ubiquitas), ο Καλβίνος δέχτηκε την επενέργεια της δυνάμεως του Χριστού απορρίπτοντας την αληθινή παρουσία του, ενώ τέλος ο Ζβίγγλιος δέχτηκε τη Θεία Ευχαριστία ως απλό και γυμνό σύμβολο. Έτσι λοιπόν πρέπει να γίνει κατανοητό πως η Ορθόδοξη Εκκλησία δε δέχεται κάποια επιστημονική εξήγηση περί μεταβολής και μετουσίωσης, αφού αυτή γίνεται με υπερφυή άκτιστο τρόπο.
Άζυμος άρτος
Η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία κατά της διαδικασία της Θείας Μεταλήψεως, αντικατέστησε τον άρτο από άζυμο άρτο, αποκαλούμενο Όστια, συνάμα καταργώντας τη μετάληψη οίνου στους πιστούς. Με αυτές τις πράξεις η Ορθόδοξη Εκκλησία διαφώνησε μένοντας πιστή στην αρχαία τάξη της εκκλησίας.
Είναι χαρακτηριστικό εξ αρχής να ειπωθεί πως ιστορικώς αποδεικνύεται, πως η χρήση αζύμων γινόταν κατά το Ιουδαϊκό Πάσχα όχι κατά την Παρασκευή ή το Σάββατο, αλλά κατά τη 15η του μήνα Νισσάν, εξού και εκ της Γραφής μαθαίνουμε ότι δεν εισήλθαν οι Ιουδαίοι στο Πραιτόριο την Παρασκευή, ώστε να φάνε το Πάσχα (Ιωάννης 18, 28). Ακόμα και αν, κατά τους ισχυρισμούς των Ρωμαιοκαθολικών, έτρωγαν κατά την εσπέρα της Παρασκευής άζυμο άρτο και πάλι αυτό δεν αρκεί αφού ο Κύριος συνέφαγε με τους Μαθητές του Πέμπτη. Όμως κάθε τέτοιου είδους ισχυρισμός καταρρίπτεται ενώπιον της παράδοσης της εκκλησίας και της ιστορικής πραγματικότητος, αφού ουδείς εκ των αρχαίων εκκλησιαστικών συγγραφέων δεν αναφέρεται σε κάτι τέτοιο, ενώ η χρήση του δε δύναται να αποδειχθεί πριν του 8ου αιώνα.
Απαγόρευση οίνου στους πιστούς
Σε ότι αφορά την απαγόρευση του οίνου στους πιστούς θα λέγαμε πως αυτό έχει μία αντιβιβλική θεώρηση. Κατά τον Κυριακό λόγο, "Πίετε εξ αυτού πάντες", ο Κύριος ζήτησε χωρίς εξαιρέσεις τη συμμετοχή στην πόση οίνου. Είναι χαρακτηριστικό δε πως μέχρι το 12ο αιώνα, ουδέποτε είχε θεσμοθετηθεί μία τέτοια πρακτική ούτε από τη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Μάλιστα παρότι κατά το παρελθόν υπήρξαν αιρετικές αποκλίσεις, όπως των Εβιωνιτών ή των υδροπαραστατών, ουδέποτε αποκλειόταν το υγρό στοιχείο κατά θεία μετάληψη, αλλά απλώς αντικαθίστατο από άλλο υγρό στοιχείο, κατά κανόνα ύδωρ. Κατά τη μαρτυρία δε των πατέρων όπως του Ιουστίνου και του Ειρηναίου, η εκκλησία από αρχαιοτάτων χρόνων χρησιμοποιεί τον οίνο στη θεία ευχαριστία, ενώ ο Πάπας Λέων ο Μέγας κατέκρινε όσους μεταλάμβαναν τον άρτο, αλλά όχι τον οίνο, χαρακτηρίζοντας την πράξη ιερόσυλο υποκρισία. Κατά την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία όμως, όπου είναι το σώμα εκεί θα βρίσκεται και το αίμα του Κυρίου. Πάντως κατά μερικούς θεολόγους κάτι τέτοιο είναι απλή πρόφαση. Η κίνηση αυτή είχε σα στόχο της έξαρση και την εξύψωση του κλήρου σε σχέση με το λαό.
Η Μετάληψη των νηπίων
Κατά τη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία τα βαπτισμένα νήπια αποκλείονται από τη Θεία Ευχαριστία. Μια τέτοια πρακτική είναι ενάντια τόσο στη διδασκαλία της εκκλησίας, όσο και την ιστορική πραγματικότητα. Σύμφωνα λοιπόν με τη διδασκαλία της εκκλησίας, κάθε μέλος της που δεν κωλύεται από σοβαρά αμαρτήματα, δύναται να προσέρχεται στο μυστήριο, δηλαδή σε κοινωνία με το ζωοδότη Θεάνθρωπο και την εκκλησια του. Εξ αυτού του λόγου ούτε τα νήπια κωλύονται από αυτή τη διαδικασία και γι αυτό η κίνηση της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας χαρακτηρίζεται με βάση και την παράδοση της εκκλησίας αδικαιολόγητη. Είναι χαρακτηριστικό πως ήδη υπό του Κυπριανού μαρτυρείται η συμμετοχή νηπίων στη θεία ευχαριστία, αλλά και στις Αποστολικές Διαταγές.
Η πρακτική αυτή υιοθετήθηκε από τους Ρωμαιοκαθολικούς το 12ο αιώνα, με τη λογική ότι ο πιστός πρέπει να βρίσκεται σε ηλικία ικανής κρίσεως περί της συμμετοχής του στο μυστήριο. Κατά τα παλαιότερα έτη, σύμφωνα με την Δυτική εκκλησία πρέπει ο πιστός να βρίσκεται τουλάχιστον μεταξύ 10ου και 12ου έτος της ηλικίας του, ενώ από το 1910 και την απόφαση του Πάπα Πίου Χ, στο 7ο.
Η Θεία Μετάληψη
Προετοιμασία
Προ της Θείας μεταλήψεως απαιτείται κατάλληλη προετοιμασία, ενώ η συμμετοχή στο μυστήριο επιτρέπεται μόνο στα βαπτισμένα μέλη της εκκλησίας. Ο πιστός λοιπόν πρέπει να προπαρασκευάσει τον εαυτό του, μετανοώντας για τις αμαρτίες του και εξομολογούμενος, αφού ο αναξίως μετέχοντας "κρίμα εν εαυτώ εσθίει και πίνει μη διακρίνων το σώμα και το αίμα του Κυρίου". Ο Απόστολος Παύλος είναι επίσης σαφής αναφέροντας (Α΄ Κορινθίους ια΄, 7) πως: "Δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω, και εκ του ποτηρίου πινέτω". Πέραν τούτου απαιτείται πολλές φορές και νηστεία, αλλά αυτό είναι κάτι που αποφασίζει ο πιστός σε συνεργία με τον πνευματικό του. Χαρακτηριστικό είναι πως πριν τη Θεία Κοινωνία απαγορεύεται οι πιστοί να φάνε ή να πιουν κάτι. Σε μεγάλο μέρος του πληρώματος της εκκλησίας, παρατηρείται επίσης αραιή προσέλευση στο Μυστήριο. Χαρακτηριστικές έμειναν στη σύγχρονη εκκλησιαστική ιστορία οι μάχες των Κολυβάδων περί της συχνής Θείας Μεταλήψεως, μία παράδοση που φαίνεται πως αρχίζει και πάλι να επιστρέφει στην αρχαία συνήθεια της εκκλησίας.
Λειτουργικό και μετάληψη
Θα πρέπει αρχικώς να τονιστεί πως η Θεία Λειτουργία ουσιαστικά είναι το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, με το λειτουργικό που καθιέρωσε η εκκλησία. Έτσι γίνεται εύκολα αντιληπτό πως το σημαντικότερο γεγονός της εκκλησιαστικής ζωής, η σύναξη του σώματος της Εκκλησίας όπου συντελείται η ενότητα του πληρώματος και η βίωση της αλήθειας, εκφράζεται μέσα από το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Κατά την προετοιμασία της Θείας Ευχαριστίας, καθαγιάζονται τα προσφερόμενα δώρα. Οι πιστοί προσφέρουν πρόσφορο, δηλαδή ψωμί με ειδική σφραγίδα, το οποίο καθαγιάζεται. Εν συνεχεία θερμαίνεται ύδωρ, το λεγόμενο "ζέον ύδωρ", το οποίο ρίχνεται μέσα στο ποτήριο της Θείας Κοινωνίας. Το ύδωρ αυτό συμβολίζει το ύδωρ το οποίο εξέτρεξε τη κεντημένη πλευρά του Κυρίου, ενώ είναι ζεστό για να δώσει την αίσθηση πως κοινωνούμε από τη ζωοποιό πλευρά του Χριστού. Η μεταβολή των Τιμίων Δώρων σε σώμα και αίμα γίνεται κατά την προσφώνηση του ιερέως "Τα σα εκ των σων...", ενώ κατά το κλείσιμο της Ωραίας Πύλης γίνεται η απαραίτητη προετοιμασία της "Θείας Μεταλήψεως".
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, κλήρος και λαός μεταλαμβάνουν σώμα και αίμα Κυρίου, εν αντιθέσει με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία η οποία στους πιστούς δίδει μόνο τη λεγόμενη Όστια, ένα άζυμο άρτο που συμβολίζει το σώμα του Κυρίου. Η Θεία Κοινωνία παρέχεται στους πιστούς με ένα κοχλιάριο (λαβίδα), το οποίο περιέχει το σώμα (άρτο) και το αίμα (οίνο), ενώπιον της Ωραίας Πύλης. Οι ιερείς μεταλαμβάνουν μέσα στο Ιερό Βήμα (κοινώς ιερό), αρχικώς μεταλαμβάνοντας σώμα και εν συνεχεία πίνοντας από το ποτήριο κατά την αρχαία συνήθεια. Κατά τη μετάληψη των αχράντων μυστηρίων, ο Θεάνθρωπος "του μερισμού είνε παρών εν εκάστω τμήματι των τιμίων δώρων", αφού όπως υπομνηματίζει και ο ιερός Χρυσόστομος, ψυχή και σώματι παρευρίσκεται ο Κύριος στα Τίμια Δώρα. Οι πιστοί μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας προσέρχονται και πάλι ενώπιον της Ωραίας Πύλης για να λάβουν το αντίδωρο, δηλαδή ένα μικρό καθαγιασμένο κομμάτι άρτου, το οποίο αποτελεί έκφραση αγάπης και αλληλεγγύης μεταξύ των πιστών του εκκλησιαστικού σώματος.
Στους ναούς το Μυστήριο φυλάσσεται συνήθως στο Αρτοφόριο, πάνω στη Αγία Τράπεζα, χωρίς όμως να υπάρχει ένας σαφής κανονισμός περί φύλαξής του. Τα έτοιμα δώρα, φυλάσσονται για τη μετάληψη βαριά ασθενών. Εν αντιθέσει με τη Λουθηρανική προτεσταντική ομολογία, τα Τίμια Δώρα ουδέποτε χάνουν την αξία τους, κάτι που αποδεικνύεται και από την ιστορική χρήση αυτών και εκτός εκκλησίας, όπως προαναφέρθηκε. Επιπρόσθετα το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας μπορεί να τελεστεί μόνο μία φορά στο ίδιο θυσιαστήριο (Αγία Τράπεζα) και μόνο αν υπάρχει παρουσία λαού, εν αντιθέσει με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Οι ιερείς επίσης δύναται να τελέσουν το μυστήριο μόνο μία φορά την ημέρα.
Η Θεία Μετάληψη στα νήπια
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, των αχράντων μυστηρίων κοινωνούν ανεξαίρετα όλοι οι πιστοί, συμπεριλαμβανομένων και των μικρών παιδιών, και αυτή "είναι πράξη...της αρχαίας Εκκλησίας...αναγόμενη στους αποστολικούς χρόνους". Τα βαπτισμένα νήπια, ως κανονικά μέλη της Εκκλησίας, έχουν ανάγκη, όπως και οι ενήλικες, της θείας ευχαριστίας για να έχουν μέσα τους ζωή, σύμφωνα με τους λόγους του Χριστού: "εάν μη φάγητε την σάρκα του υιού του ανθρώπου, και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς" (Ιω. 6,53).
Απομακρυνόμενη από την αρχαία παράδοση, "στο θέμα αυτό καινοτόμησε...η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η οποία δεν παρέχει στα βαπτισθέντα νήπια το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας", στην Ορθόδοξη Εκκλησία όμως, "στα βαπτισμένα νήπια δίνεται το χρίσμα και η μετάληψη της Θείας Κοινωνίας, επειδή έτσι κι αλλιώς τα μυστήρια θεραπεύουν τη φύση του ανθρώπου, και τα δώρα αυτά παρέχονται ως προίκα για τη μελλοντική ενεργοποίηση της χαρισματικής ζωής".
Την αρχαιοτάτη συνήθεια της συμμετοχής των νηπίων στη θεία Κοινωνία, βρίσκουμε διατυπωμένη με σαφήνεια στις Αποστολικές Διαταγές, οι οποίες "απηχούν πρωτοχριστιανικάς παραδόσεις":
"...μεταλαμβανέτω ο επίσκοπος, έπειτα οι πρεσβύτεροι και οι διάκονοι και οι υποδιάκονοι και οι αναγνώσται και οι ψάλται και οι ασκηταί, και εν ταις γυναιξίν αι διάκονοι και αι παρθένοι και αι χήραι, είτα τα παιδία, και τότε πας ο λαός κατά τάξιν μετά αιδούς και εύλαβείας άνευ θορύβου". Μεταγενέστερα, αρκετοί θεολόγοι της Εκκλησίας αναφέρθηκαν στο θέμα, ειδικά όταν η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία διαφοροποιήθηκε, όπως ο Ιωσήφ Βρυέννιος (14ος αι.), ο οποίος σημειώνει: "διά του βαπτίσματος ελυτρώθη της πλάνης το βαπτισθέν ούτω και τη αγία μεταλήψει αυτώ ενωθή τω Θεώ...".
Ο Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης († 1429), στο έργο του "Περί των ιερών τελετών", αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο (κεφ. 69 (ΞΘ΄), PG 155,236C: "Κατά λατίνων, ότι ου δει αφιστάν τα βρέφη της κοινωνίας") όπου "αναφέρεται στον εκ μέρους των Λατίνων χωρισμό της θείας Ευχαριστίας από το Βάπτισμα και τη χορήγηση της αργότερα, μετά την ενηλικίωση των βαπτισθέντων βρεφών".
Ομοίως, σύμφωνα με την Ομολογία Πίστεως του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Μητροφάνη Κριτοπούλου (1625), ένα κείμενο που "κατέχει πρωτεύουσαν θέσιν μεταξύ των ορθοδόξων δογματικοσυμβολικών μνημείων": "Και αυτά τά βρέφη, αρξάμενα ευθύς από του αγίου βαπτίσματος, μετέχει του λοιπού, οσάκις οι γονείς βούλονται. Ει δε τις ημίν μέμφεται μεταδιδούσι τοις βρέφεσι του κυριακού δείπνου, ραδίως αυτόν επιστομίζομεν (σ.σ. αποστομώνουμε)..." και συνεχίζει δίνοντας τις απαραίτητες θεολογικές και αγιογραφικές απαντήσεις.
Επίσης, ο άγιος Νικόδημος Αγιορείτης αναφέρει: "Ο ιερεύς...να βαπτίζη το παιδίον και μετά το βάπτισμα να αρχινά την θείαν λειτουργίαν και εν τω τέλει αυτής να μεταλαμβάνη το βαπτισθέν βρέφος" ώστε αυτό να λαμβάνει "τροφήν πνευματικήν"
Βιβλιογραφία
- Νικόλαος Ματσούκας, "Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄", Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2007.
- Χρήστος Ανδρούτσος, "Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας", Αστήρ, Αθήνα 1956.
- Κάλλιστος Ware, "Η Ορθόδοξη Εκκλησία", Ακρίτας, Νέα Σμύρνη 2007.
- Ανδρέας Θεοδώρου, "Βασική Δογματική Διδασκαλία - Απαντήσεις σε Ερωτήματα Συμβολικά", Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2006.
- Αθανάσιος Δεληκωστόπουλος, "Η πίστη των Ορθοδόξων", Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1999.
- Βλάσιος Φειδάς, "Εκκλησιαστική Ιστορία", Τόμος Α΄, Διήγηση, Αθήνα 2002.
- Βασίλειος Στεφανίδης, "Εκκλησιαστική Ιστορία", Παπαδημητρίου, Θεσσαλονίκη 1959.
- Παναγιώτης Τρεμπέλας, "Δογματική", Τόμος Γ΄, Σωτήρ, Αθήνα 2003.
- Ιωάννης Ζηζιούλας, "Η ενότης της Εκκλησίας εν τη Θεία Ευχαριστία και τω επισκόπω, κατά τους τρεις πρώτους αιώνας", Γρηγόρης, Αθήνα 1990 (Έκδοση Β΄).
Πηγή: Ορθόδοξη Εγκυκλοπαίδεια