Κατεβάστε από δίπλα τον οδηγό εξομολόγησης σε pdf |
|
Η Εξομολόγηση
Μυστήριο της μετανοίας ή εξομολόγηση ή δεύτερο βάπτισμα αποκαλείται το θεοσύστατο μυστήριο της εκκλησίας κατά το οποίο παρέχεται στα μέλη της εκκλησίας θεραπεία δια της αφέσεως των αμαρτιών. Στόχος του μυστηρίου είναι η συνεχής θεραπεία των ασθενειών (πνευματικών και σωματικών) που αποκτούν τα μέλη της εκκλησίας, από την αυτεξούσια κίνησή τους προς το κακό. Είναι μυστήριο επαναλαμβανόμενο και αποτελεί ένα "από τα ιαματικότερα και δραστικότερα (μυστήρια) ως προς τη διόρθωση αρρωστημένων μελών"
Θεολογία
Το μυστήριο της Μετανοίας είναι αφενός το μυστήριο κατά το οποίο το πιστό μέλος της εκκλησίας μεταστρέφεται προσωπικά από πράξεις αντίθετες προς το θείο θέλημα και την παρά φύση ζωή και αφετέρου η εξουσία που έχει το ίδιο το σώμα της εκκλησίας "ως κοινότητα ή δια μέσου χαρισματικού φορέα, που είναι ο επίσκοπος και μετά όλοι οι άλλοι πρεσβύτεροι, να δίνει άφεση αμαρτιών ύστερα από την εξομολόγησή τους". Είναι χαρακτηριστικό πως για την εκκλησία η λέξη μετάνοια σημαίνει "αλλαγή του νου", δηλαδή αλλαγή του προσανατολισμού της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης και της συμπεριφοράς του ανθρώπου. Μετάνοια σημαίνει επίγνωση ανεπάρκειας της ατομικής αυτοτέλειας του ανθρώπου, αναζήτηση της ζωής στην προσωπική σχέση με το Θεό, θέληση προσωπικής κοινωνίας μαζί Του. Γι αυτό το λόγο η εξομολόγηση θα πρέπει να κατανοείται ως μέσο θεραπευτικό μακριά από κάθε νομική σημασία. Η άφεση "απορρέει από την ίδια τη ζωή του σώματος, από τον ίδιο το λαό, γι αυτό και τα πρώτα χρόνια η εξομολόγηση γινόταν δημόσια και παρουσία όλου του πληρώματος. Το μυστήριο σήμαινε σύναξη του σώματος, όπως συμβαίνει σε κάθε μυστήριο". Το ότι σήμερα βέβαια δε συμβαίνει το μυστήριο κατ αυτόν τρόπο δε σημαίνει πως το πλήρωμα της εκκλησίας δε μετέχει. Σήμερα είναι επίσκοπος που εκπροσωπεί ως χαρισματικός φορέας το πλήρωμα αυτό.
Η μετάνοια και η εξομολόγηση είναι μυστήριο επαναλαμβανόμενο, διότι σκοπός είναι η συνεχής θεραπεία των ασθενειών των μελών της εκκλησίας. Ουσιαστικά πρόκειται για συνεχή μνήμη του Θεού, για πένθος που προξενείται από την αίσθηση απώλειας του Θεού. Τελικά αποβαίνει η προσπάθεια εύρεσης της φιλίας του Θεού, η οποία διακόπηκε από το διαχωρισμό του ανθρωπίνου θελήματος από το θείο, σαν ένα μεταπατορικό αμάρτημα και μία φυσική διαδικασία κατά την οποία ο άνθρωπος αποφάσισε να μη δέχεται τη δωρεά της θείας χάριτος. Γι αυτό και πάνω σε αυτό το μυστήριο θεμελιώνεται ο ασκητικός και μοναχικός βίος της εκκλησίας.
Ιστορία του μυστηρίου
Η καταβολή του μυστηρίου
Εισαγωγή
Την εξουσία να αφέονται αμαρτίες την έχει μόνο ο Θεός. Είναι πρόδηλο δε, κατά την παρουσία του στον κόσμο, ότι ο Κύριος συγχωρούσε τις αμαρτίες των ανθρώπων. Ο Κύριος λοιπόν μετά την εκδημία του, παραχώρησε το χάρισμα της αφέσεως των αμαρτιών στους αποστόλους και μέσω αυτών στην εκκλησία Του. Αυτή μάλιστα τη δυνατότητα, περί συγχωρήσεως των αμαρτιών, είναι χαρακτηριστικό πως σήμερα την αμφισβητούν τόσο οι Μεταρρυθμιστές, δηλαδή οι προτεσταντικές ομάδες, αλλά και κατά το παρελθόν κάποια αιρετικά και αποσχιστικά κινήματα όπως οι Νοβατιανοί και Μοντανιστές. Μία τέτοια διδασκαλία όμως δε θα μπορούσε να σταθεί στην εκκλησία, γιατί αποτελεί βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος, αλλά και διότι μέσω της Αγία Γραφής παρέχονται αρκετές αποδείξεις περί του μυστηρίου αυτού.
Η σύσταση και η μετάβαση του χαρίσματος στους Αποστόλους
Ο Ιησούς Χριστός μετά την ορθή ομολογία του Αποστόλου Πέτρου περί της ιδιότητος του Κυρίου, υπόσχεται πως θα δώσει στον Πέτρο τη δυνατότητα να εισάγει τους άξιους στην βασιλεία των ουρανών:
"Καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καὶ ὃ ἐὰν δήσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, καὶ ὃ ἐὰν λύσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς.". Κατά τον Παναγιώτη Τρεμπέλα μάλιστα "το κατέχειν όμως τα κλεις σημαίνει ότι έχειν δικαίωμα και εξουσίαν, μη δυνάμενη υπ ουδενός να αμφισβητηθεί, εις τρόπον ώστε θα ηδύνατο να λεχθή περί του Πέτρου, ότι κατά την υπόσχεσην αυτή του Κυρίου θα καθίστατο ούτως όχι απλώς θυρωρός, αλλ οικονόμος εν αυτή". Στο ίδιο σημείο ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός υπομνηματίζει πως η εξουσία αυτή σημαίνει ότι "παν αμάρτημα ο αν ου συγχωρήσει επί της γης, έσται ασυγχώρητον και εν τω ουρανώ παρά του Θεού, και ο εάν συγχωρήση ενταύθα, έσται κακεί συγκεχωρημένον".
Ο ίδιος όμως ο Ιησούς Χριστός μετά από λίγο χρονικό διάστημα υπόσχεται το ίδιο χάρισμα και στους υπόλοιπους μαθητές:
"Αμὴν λέγω ὑμῖν, ὅσα ἐὰν δήσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ὅσα ἐὰν λύσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ.". Σε αυτό το σημείο Ευθύμιος Ζιγαβηνός παρατηρεί πως "Ο αν υμείς επί της γης αποφήνησθαι, τούτο και ο Θεός εν τω ουρανώ κυρώσει, καν τε ανιάτως έχοντας εκκόψητε τούτους της εκκλησίας, καν μετανοούντας ύστερον παραδέξησθε".
Ο Κύριος μετά την Ανάστασή του είναι σαφής απέναντι στους μαθητές, ορίζοντας την αποστολή τους:
"εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς πάλιν· εἰρήνη ὑμῖν. καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς.". Ο Ευθύμιος Ζιγραβηνός πάλι παραηρεί ότι "δεικνύς ομού με της αποστολής το αξίωμα και της δοθεισης αυτοίς εξουσίας τηνς ασύγκριτον δοξαν".
Συνυπολογίζοντας λοιπόν ότι σκοπός του Ιησού κατά την εγκόσμια παρουσία του ήταν:
"ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός." και πως ο ίδιος πριν δώσει την εξουσία της άφεσης στους μαθητές, ενεφύσησε Πνεύμα Άγιο:
"εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς πάλιν· εἰρήνη ὑμῖν. καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα ῞Αγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται." αντιλαμβανόμαστε πως ο ίδιος δεν έδωσε απλώς ένα προσωπικό χάρισμα, αλλά ένα μόνιμο θεσμό στην εκκλησία
Οι μαθητές δε ως αποστολή είχαν:
"τοὺς μὲν οὖν χρόνους τῆς ἀγνοίας ὑπεριδὼν ὁ Θεὸς τανῦν παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν". Έτσι τελικά γίνεται εύκολα αντιληπτό πως ο Ιησούς Χριστός έδωσε τη εξουσία στους μαθητές να αφέουν αμαρτίες ως ένα ακόμα στοιχείο της αποστολής τους. Το να περιορίσουμε λοιπόν μέσα από τους λόγους του Κυρίου την άφεση αμαρτιών, μόνο μέσω του βαπτίσματος "δεν ανταποκρίνεται προς τη φυσική έννοιαν το λέξεων, τα οποία ο Κύριος είπε", ειδικά αν συνυπολογίσουμε πως ο Ιησούς Χριστός μιλούσε με φράσεις όπως "αφιέναι αμαρτίας", "επικαλύπτεσαθι αμαρτίας", "καθαρίζειν πάσας αδικίας", αλλά και "εξαλείφειν το ανόμημα" και "εξαλείφεσθαι τας αμαρτίας", που εκδηλώνει θέληση για διαρκή αφανισμό και εξάλειψη κάθε κηλίδος στη ζωή των πιστών.
Η πρακτική του μυστηρίου
Στην αρχαία εκκλησία το μυστήριο της εξομολογήσεως τελείτο ενώπιον ολόκληρης της κοινότητος. Χαρακτηριστικό μάλιστα απόσπασμα ευρίσκεται στη Διδαχή των Αποστόλων, όπου αναφέρεται "εν εκκλησία εξομολογήσει τα παραπτώματά σου και ου παρελεύση επί προσευχήν εν συνειδήσει πονηρά". Από τον Ωριγένη μάλιστα όμως μαθαίνουμε πως γινόταν και μυστική εξομολόγηση, για ορισμένα αμαρτήματα. Από τον 4ο αιώνα πλέον το μυστήριο της εξομολογήσεως περνά οριστικά στο στάδιο της προσωπικής εξομολογήσεως. Οι λόγοι που οδήγησαν σε μία τέτοια πράξη ήταν πως ορισμένα αμαρτήματα τιμωρούνταν με σοβαρές ποινές από την πολιτεία, μέχρι και θάνατο, αλλά και διότι με το πέρασμα του καιρού οι αρχικές ενθουσιαστικές τάσεις στο εσωτερικό των κοινοτήτων δεν ευδοκιμούσαν πλέον.
Η εξομολόγηση ήδη από τα αποστολικά έτη προηγείτο κατά κανόνα της Θείας Ευχαριστίας. Χαρακτηριστικό άλλωστε είναι και το απόσπασμα της Διδαχής των Αποστόλων, όπου εν μέσω άλλων αναφέρεται "Κατά την Κυριακήν δε Κυρίου συναχθέντες κλάσατε άρτον και ευχαριστήσατε, προεξομολογησάμενοι τα παραπτώματα ημών", στηριζόμενη πραφανώς και στην προτροπή του Ιακώβου του αδελφοθέου "Εξομολογείσθαι ουν αλλήλοις τας αμαρτίας και προσεύχεσθε υπέρ αλλήλων, όπως ιαθείται".
Το ζήτημα της μετανοίας
Στην πρώτη εκκλησία οι βαρέως αμαρτάνοντες αποκόπτονταν από το σώμα της εκκλησίας. Με την πάροδο του χρόνου όμως, τη χαλάρωση των ενθουσιαστικών τάσεων καθώς και την εισροή πλήθους πιστών στις τάξεις τις εκκλησίας περιορίστηκε ο αριθμός των βαρέων αμαρτημάτων στο φόνο, την ακολασία και την έκπτωση από το χριστιανισμό. Οι βαρέως αμαρτάνοντες καλούνταν πλέον σε δια βίου μετάνοια, ενώ οι υπόλοιποι πιστοί μετά από κάποιο διάστημα μετάνοιας γίνονταν δεκτοί σε κοινωνία. Χαρακτηριστικό στάδιο της σταδιακής επιείκειας, ήδη διαφαίνεται στον Ποιμένα του Ερμά, όπου ο συγγραφέας αναφέρει περί αποδεκτής μίας συγνώμης σε αντίστοιχες περιστάσεις.
Η έννοια λοιπόν της μετάνοιας συνδέθηκε άρρηκτα με το μυστήριο της εξομολόγησης, αφού η μεν εξομολόγηση ήταν κίνητρο για μετάνοια, η δε μετάνοια κίνητρο για το μυστήριο. Κατά τον 2ο αιώνα μάλιστα θα δημιουργηθούν σημαντικές έριδες στο εσωτερικό της εκκλησίας και μάλιστα αρκετές αποσχιστικές ομάδες, οι οποίες θεωρούσαν έκπτωση την οποιαδήποτε αποδοχή συγνώμης και μη δια βίου μετανοίας σε περιπτώσεις θανάσιμων αμαρτημάτων. Έτσι κατά το δεύτερο αιώνα το μεγάλο πρόβλημα των εκκλησιών ήταν το ζήτημα της δεύτερης μετάνοιας. Ο Μοντανισμός, με τις αυστηρές ασκητικές και ενθουσιαστικές τάσεις τελικά οδήγησε το ζήτημα αυτό από ένα ζήτημα πνευματικής μορφής, σε ένα ζήτημα καθαρά εκκλησιολογικό, το οποίο δίχασε το εσωτερικό της εκκλησίας μέχρι και τον 4ο αιώνα. Ουσιαστικά επρόκειτο για μια διαλεκτική ανάμεσα σε μια πιο επιεική γραμμή ή την αυστηρότητα. Το πρόβλημα μάλιστα ήταν ιδιαίτερα σημαντικό, διότι "αν λ.χ. επικρατούσαν οι περί εκκλησίας και μετανοίας αντιλήψεις των μοντανιστών, τότε εξατμιζόταν το όλο μυστήριο της εκκλησίας στις εσχατολογικές προσδοκίες της καθόδου της πνευματικής Ιερουσαλήμ ή και τις χιλιετούς μεσοβασιλείας του Θεού". Τελικά στις τάξεις της εκκλησίας επικράτησε η πιο επιεικής γραμμή, που σύναδε με την οικουμενικότητα του μηνύματός της, διαβαίνοντας το μονοπάτι ανάμεσα στις αυστηρές ασκητικές τάσεις, που εμπεριείχαν και πρότυπα ηθικισμού και διαρχίας, όπως του γνωστικισμού και μοντανισμού, καθώς της πλήρους επιείκιας όπως αυτή εμφανίστηκε σε μερικά αποσχιστικά συστήματα του 2ου αιώνα.
Οι προϋποθέσεις του ορθού μυστηρίου
Τα μυστήρια στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έχουν μαγικό χαρακτήρα. Αυτό σημαίνει πως σε κάθε μυστήριο, πλην του βαπτίσματος, απαιτείται η ειλικρινής διάθεση του πιστού καθώς και η απαραίτητη προετοιμασία. Έτσι και στο μυστήριο της μετανοίας. Η προσαγωγή στο ιερέα, η ομολογία του σφάλματος και το διάβασμα της συγχωρητικής ευχής, αποτελούν τη μία όψη του μυστηρίου, που από μόνη της δεν επαρκεί.
Το πρώτο και απαραίτητο βήμα κατά τους πατέρες της εκκλησίας ώστε ο άνθρωπος να οδηγηθεί σε ένα ουσιαστικό μυστήριο και την κάθαρση, είναι η αυτογνωσία. Κατά τον ιερό Χρυσόστομο ο άνθρωπος πρέπει "επιγνώναι τα αμαρτήματα και καταγνώναι των πλημελλημένων και καταδικάσαι εαυτούς". Γι'αυτό και ο Μέγας Βασίλειος μας λέγει πως η μετάνοια "καλεί το πρότερον εν εαυτό τινά βοήσαι" και ακολούθως "και συντρίψαι την εαυτού καρδίαν". Εξού και "το φάρμακον της μετανοίας κατασκευάζεται πρώτον από καταγνώσεως των οικείων αμαρτημάτων". Είναι λοιπόν βασικό συστατικό η αναγνώριση του σφάλματος, διότι χωρίς αυτό, το μυστήριο δεν ενεργεί. Η συντριβή επίσης είναι απαραίτητο στοιχείο, όπως διαφαίνεται από τις Ευαγγελικές περικοπές, αλλά και την Παλαιά Διαθήκη, στις περιπτώσεις του Αποστόλου Πέτρου και του Δαυίδ. Για την περίπτωση μάλιστα της συντριβής έχουμε πλειάδα πατέρων που αναφέρονται επί του θέματος. Εν αρχή στον Ποιμένα του Ερμά, αλλά και στον Ιουστίνο, τον Ωριγένη, τον Τερτυλλιανό. Μάλιστα τα ειλικρινή δάκρυα της μετανοίας κατά τον ιερό Χρυσόστομο "συγκολώντα και ενούντα τον Θεό...(κατέστησαν) την πόρνην σεμνοτέρα παρθένων". Έτσι λοιπόν βασικό ζήτημα είναι η αναγνώριση των σφαλμάτων του ανθρώπου και η αυτοκατάκριση, δηλαδή η μη προσπάθεια δικαιολόγησης των πεπραγμένων, αλλά συντριβή και διάθεση μεταστροφής. Μία ακόμα σημαντική παράμετρος είναι ότι ο πιστός προσέρχεται με συντριβή ενώπιον του Κυρίου, όχι για λόγους φόβου ενώπιον μία τιμωρίας. Σε αυτή την περίπτωση έχουμε μια εγωιστική μετάνοια ανάλογη με αυτή του Ησαύ και του Ιούδα οι οποίοι μεταστράφηκαν ενώπιον των συνεπειών της αμαρτίας τους.
Η τέλεση του μυστηρίου
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία το μυστήριο λαμβάνει μία μορφή συζητήσεως μεταξύ του πιστού και του ιερέα, εξού και ο ιερέας απαγορεύεται πάντοτε αυστηρά να αποκαλύψει σε οποιοδήποτε το περιεχόμενο της εξομολογήσεως. Εν αντιθέσει με την Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, το μυστήριο δε λαμβάνει χώρα σε ειδικό χώρο ως εξομολογητήριο, αλλά σε οποιοδήποτε χώρο δύναται να υπάρχει ησυχία. Συνήθως το μυστήριο τελείται μέσα στο ναό, έμπροσθεν εικονοστασίου ή σε κάποιο ιδιαίτερο χώρο, όπως κάποιο δωματιάκι. Εν αντιθέσει πάλι με τη Δύση, που ο ιερέας κάθεται και ο εξομολογούμενος γονατίζει, ο πιστός στην Ορθόδοξη εκκλησία κάθεται, όπως και ο ιερέας. Στη Ρωσική μάλιστα εκκλησία, ο πιστός συνήθως κάθεται σε ένα τραπεζάκι στραμμένος προς μία εικόνα, ένα ευαγγέλιο ή τον εσταυρωμένο, με μία μικρή κλίση προς τον ιερέα. Κατά τη διάρκεια του μυστηρίου ο ιερέας δίδει κάποιες συμβουλές στον πιστό και όταν τελειώσει το στάδιο αυτό, ο εξομολογούμενος γονατίζει. Ο ιερέας τοποθετεί το επιτραχήλιο στο κεφάλι του πιστού καθώς και το χέρι του ανάμεσα στο κεφάλι και το επιτραχήλιο και διαβάζει τη συγχωρητική ευχή.
Ο ιερέας, εφόσον θωρεί αναγκαίο, μπορεί να επιβάλει κάποιο επιτίμιο, δηλαδή κάποια άσκηση στον κατηχούμενο για να καταπολεμήσει το πάθος και την αμαρτιτική επιθυμία. Τέλος πρέπει να αναφερθεί πως στην Ορθόδοξη Εκκλησία η έννοια του πνευματικού καθοδηγητή και του εξομολόγου δεν ταυτίζονται απαραίτητα, ενώ δεν υπάρχει κάποιος αυστηρός κανόνας για το πότε κάθε πιστός πρέπει να εξομολογείται. Στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, που είναι σύνηθες κάποιος πιστός να μεταλαμβάνει 5 με 6 φορές το χρόνο, συνήθως και τις αντίστοιχες φορές προηγείται το μυστήριο. Σε περιπτώσεις συχνότερης Θείας Μεταλήψεως, ο πιστός δεν πρέπει να προσέρχεται απαραίτητα στο μυστήριο, εφόσον δε συντρέχει σοβαρός πνευματικός λόγος.
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία πρέπει να τονιστεί πως μόνος υπεύθυνος για τέλεση του μυστηρίου της μετανοίας, είναι ο επίσκοπος. Το μυστήριο δύναται να τελέσει και πρεσβύτερος, αλλά μόνο με ειδικό ενταλτήριο υπό του επισκόπου. Χαρακτηριστικός επ αυτού είναι Βαλσάμων ο οποίος στην ΚΑ΄ ερώτηση του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Μάρκου απήντησε πως "Ιερωμένος δε μοναχός ή πολλώ πλέον ανίερος, παρά γνώμην επισκόπου τω Θεω καταλλάσειν ου δύναται τον εξαγορεύοντα", αλλά και ο Συμεών Θεσσαλονίκης που σε αντίστοιχη περίπτωση ανέφερε πως "περί δε γε πνευματικού λειτουργήματος εγγύς του αχειροτονήτως ενεργούντως των αμαρτήματι και ο δίχα προτροπής αρχιερέως και εντάλματως ενεργών".
Αιρετικές δοξασίες και πρακτικές
Το περί αφέσεως δόγμα της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας
Σύμφωνα με τη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία μέσω της μετανοίας συγχωρούνται οι αιώνιες ποινές, όχι όμως και οι πρόσκαιρες οι οποίες επιβάλλονται από το Θεό για τις αμαρτίες του ανθρώπου. Κατά τη Ρωμαιοκαθολική μάλιστα εκκλησία τα επιτίμια έχουν χαρακτήρα ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης, και υπομένοντάς τα ο αμαρτωλός μετριάζει τις πρόσκαιρες ποινές. Αν όμως δεν προλάβει να ικανοποιήσει τη θεία δικαιοσύνη ο άνθρωπος, τότε θα υποστεί ποινές μετά θάνατον, όπως το καθαρτήριο πυρ της μέσης καταστάσεως. Επιπρόσθετα οι σχολαστικοί πράττουν και μία ακόμα αιρετική δογματική προσέγγιση, αφού κατ αυτούς η εκκλησία παρεμβαίνει ή αίρει ολοτελώς τις πρόσκαιρες ποινές, αντλώντας εκ του θησαυρού των περισσευουσών αξιομισθιών του Χριστού και των Αγίων. Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού είναι οι παπικοί να διακρίνουν την άφεση από το μυστήριο, χαρακτηρίζοντάς τη ουσιαστικά μια δικαστική πράξη. Κατ αυτούς το μυστήριο συγχωρεί τελικά την αθέτηση και την ενοχή του θείου νόμου. Έτσι και ο Πάπας έχει απόλυτη εξουσία επί των αφέσεων, έχοντας δικαίωμα απεριόριστης παροχής αφέσεων, ενώ κάθε επίσκοπος έχει δικαίωμα να παρέχει λυσίποινα ή αφέσεις 50 ημερών, οι μητροπολίτες 100 ημερών και οι καρδινάλιοι 200 ημερών. Το περί αφέσεως δόγμα στην Ρωμαιοκαθολική εκκλησία πρώτη φορά θεσμοθετήθηκε τον 11ο αιώνα.
Τα συγχωροχάρτια
Η παραπάνω αντίληψη της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας περί τόπου καθάρσεως και ποινών τις οποίες πρέπει να εκτίσει η ψυχή που βρίσκεται σ' αυτό, ώστε να ικανοποιηθεί η θεία δικαιοσύνη, είναι ακριβώς το πεδίο στο οποίο εφαρμόζεται από την Δυτική Εκκλησία η πρακτική των λυσιποίνων αφέσεων ή αλλιώς συγχωροχαρτιών, τις οποίες χορηγεί ο Πάπας στους πιστούς. Αυτό γίνεται επειδή ο ίδιος μπορεί να παρέμβει υπέρ των καθαιρομένων ψυχών στη διαδικασία καθάρσεως της ψυχής, για να συντομεύσει ή και να άρει παντελώς το χρόνο της καθάρσεως. Ο κανονικός τρόπος διανομής των συγχωροχαρτιών είναι με διαδικασίες ευλάβειας και αγιότητας και πέρα από κάθε έννοια αισχροκέρδειας, σύμφωνα με απόφαση της Συνόδου του Τριδέντου στα 1567. Σε παλαιότερες εποχές όμως, το δόγμα περί καθάρσεως της ψυχής είχε τύχει εκμετάλλευσης και τα συγχωροχάρτια όχι μόνο παρέχονταν στους πιστούς χωρίς λειτουργική πράξη αλλά επιπλέον πωλούνταν υποχρεωτικά, ενώ το πρόβλημα είχε επεκταθεί και στην περίπτωση πεθαμένων που βρίσκονταν ήδη στο καθαρτήριο οπότε "η χορήγηση των συγχωροχαρτιών γινόταν κατόπιν καταβολής χρημάτων από τους συγγενείς...πράγμα που πολύ έβλαψε και διέσυρε την Εκκλησία αυτή στη Δύση".
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία εμφανίστηκαν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας έγγραφα με την ονομασία Συγχωρητικές επιστολές ή συγχωρητικά ή συγχωρητήρια γράμματα ή συγχωροχάρτια "όχι βέβαια με την παπική σημασία". Σύμφωνα με την περιγραφή του πατριάρχη Δοσίθεου Νοταρά "Περί των συγχωρητικών γραμμάτων...":
"Απρίατος [δηλ. δεν αγοράζεται] γαρ η του Θεού χάρις, αδωροδόκητον τω της Εκκλησίας μυστήριον, ουκ εμπόριον η του Χριστού Εκκλησία και οι θησαυροί αυτής ακαπήλευτοι...Ούτος δε ο πλούτος διήνοικται τοις μετανοούσι και μόνοις...παρέχονται δε τα συγχωρητικά παρά των αγιωτάτων Πατριαρχών ου μόνον τοις εις αυτούς αλλά και τοις ή εις Επίσκοπον ή και εις Πρεσβύτερον εξομολογηθείσι"
Πηγή: Ορθόδοξη Εγκυκλοπαίδεια
Θεολογία
Το μυστήριο της Μετανοίας είναι αφενός το μυστήριο κατά το οποίο το πιστό μέλος της εκκλησίας μεταστρέφεται προσωπικά από πράξεις αντίθετες προς το θείο θέλημα και την παρά φύση ζωή και αφετέρου η εξουσία που έχει το ίδιο το σώμα της εκκλησίας "ως κοινότητα ή δια μέσου χαρισματικού φορέα, που είναι ο επίσκοπος και μετά όλοι οι άλλοι πρεσβύτεροι, να δίνει άφεση αμαρτιών ύστερα από την εξομολόγησή τους". Είναι χαρακτηριστικό πως για την εκκλησία η λέξη μετάνοια σημαίνει "αλλαγή του νου", δηλαδή αλλαγή του προσανατολισμού της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης και της συμπεριφοράς του ανθρώπου. Μετάνοια σημαίνει επίγνωση ανεπάρκειας της ατομικής αυτοτέλειας του ανθρώπου, αναζήτηση της ζωής στην προσωπική σχέση με το Θεό, θέληση προσωπικής κοινωνίας μαζί Του. Γι αυτό το λόγο η εξομολόγηση θα πρέπει να κατανοείται ως μέσο θεραπευτικό μακριά από κάθε νομική σημασία. Η άφεση "απορρέει από την ίδια τη ζωή του σώματος, από τον ίδιο το λαό, γι αυτό και τα πρώτα χρόνια η εξομολόγηση γινόταν δημόσια και παρουσία όλου του πληρώματος. Το μυστήριο σήμαινε σύναξη του σώματος, όπως συμβαίνει σε κάθε μυστήριο". Το ότι σήμερα βέβαια δε συμβαίνει το μυστήριο κατ αυτόν τρόπο δε σημαίνει πως το πλήρωμα της εκκλησίας δε μετέχει. Σήμερα είναι επίσκοπος που εκπροσωπεί ως χαρισματικός φορέας το πλήρωμα αυτό.
Η μετάνοια και η εξομολόγηση είναι μυστήριο επαναλαμβανόμενο, διότι σκοπός είναι η συνεχής θεραπεία των ασθενειών των μελών της εκκλησίας. Ουσιαστικά πρόκειται για συνεχή μνήμη του Θεού, για πένθος που προξενείται από την αίσθηση απώλειας του Θεού. Τελικά αποβαίνει η προσπάθεια εύρεσης της φιλίας του Θεού, η οποία διακόπηκε από το διαχωρισμό του ανθρωπίνου θελήματος από το θείο, σαν ένα μεταπατορικό αμάρτημα και μία φυσική διαδικασία κατά την οποία ο άνθρωπος αποφάσισε να μη δέχεται τη δωρεά της θείας χάριτος. Γι αυτό και πάνω σε αυτό το μυστήριο θεμελιώνεται ο ασκητικός και μοναχικός βίος της εκκλησίας.
Ιστορία του μυστηρίου
Η καταβολή του μυστηρίου
Εισαγωγή
Την εξουσία να αφέονται αμαρτίες την έχει μόνο ο Θεός. Είναι πρόδηλο δε, κατά την παρουσία του στον κόσμο, ότι ο Κύριος συγχωρούσε τις αμαρτίες των ανθρώπων. Ο Κύριος λοιπόν μετά την εκδημία του, παραχώρησε το χάρισμα της αφέσεως των αμαρτιών στους αποστόλους και μέσω αυτών στην εκκλησία Του. Αυτή μάλιστα τη δυνατότητα, περί συγχωρήσεως των αμαρτιών, είναι χαρακτηριστικό πως σήμερα την αμφισβητούν τόσο οι Μεταρρυθμιστές, δηλαδή οι προτεσταντικές ομάδες, αλλά και κατά το παρελθόν κάποια αιρετικά και αποσχιστικά κινήματα όπως οι Νοβατιανοί και Μοντανιστές. Μία τέτοια διδασκαλία όμως δε θα μπορούσε να σταθεί στην εκκλησία, γιατί αποτελεί βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος, αλλά και διότι μέσω της Αγία Γραφής παρέχονται αρκετές αποδείξεις περί του μυστηρίου αυτού.
Η σύσταση και η μετάβαση του χαρίσματος στους Αποστόλους
Ο Ιησούς Χριστός μετά την ορθή ομολογία του Αποστόλου Πέτρου περί της ιδιότητος του Κυρίου, υπόσχεται πως θα δώσει στον Πέτρο τη δυνατότητα να εισάγει τους άξιους στην βασιλεία των ουρανών:
"Καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καὶ ὃ ἐὰν δήσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, καὶ ὃ ἐὰν λύσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς.". Κατά τον Παναγιώτη Τρεμπέλα μάλιστα "το κατέχειν όμως τα κλεις σημαίνει ότι έχειν δικαίωμα και εξουσίαν, μη δυνάμενη υπ ουδενός να αμφισβητηθεί, εις τρόπον ώστε θα ηδύνατο να λεχθή περί του Πέτρου, ότι κατά την υπόσχεσην αυτή του Κυρίου θα καθίστατο ούτως όχι απλώς θυρωρός, αλλ οικονόμος εν αυτή". Στο ίδιο σημείο ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός υπομνηματίζει πως η εξουσία αυτή σημαίνει ότι "παν αμάρτημα ο αν ου συγχωρήσει επί της γης, έσται ασυγχώρητον και εν τω ουρανώ παρά του Θεού, και ο εάν συγχωρήση ενταύθα, έσται κακεί συγκεχωρημένον".
Ο ίδιος όμως ο Ιησούς Χριστός μετά από λίγο χρονικό διάστημα υπόσχεται το ίδιο χάρισμα και στους υπόλοιπους μαθητές:
"Αμὴν λέγω ὑμῖν, ὅσα ἐὰν δήσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ὅσα ἐὰν λύσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ.". Σε αυτό το σημείο Ευθύμιος Ζιγαβηνός παρατηρεί πως "Ο αν υμείς επί της γης αποφήνησθαι, τούτο και ο Θεός εν τω ουρανώ κυρώσει, καν τε ανιάτως έχοντας εκκόψητε τούτους της εκκλησίας, καν μετανοούντας ύστερον παραδέξησθε".
Ο Κύριος μετά την Ανάστασή του είναι σαφής απέναντι στους μαθητές, ορίζοντας την αποστολή τους:
"εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς πάλιν· εἰρήνη ὑμῖν. καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς.". Ο Ευθύμιος Ζιγραβηνός πάλι παραηρεί ότι "δεικνύς ομού με της αποστολής το αξίωμα και της δοθεισης αυτοίς εξουσίας τηνς ασύγκριτον δοξαν".
Συνυπολογίζοντας λοιπόν ότι σκοπός του Ιησού κατά την εγκόσμια παρουσία του ήταν:
"ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός." και πως ο ίδιος πριν δώσει την εξουσία της άφεσης στους μαθητές, ενεφύσησε Πνεύμα Άγιο:
"εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς πάλιν· εἰρήνη ὑμῖν. καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα ῞Αγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται." αντιλαμβανόμαστε πως ο ίδιος δεν έδωσε απλώς ένα προσωπικό χάρισμα, αλλά ένα μόνιμο θεσμό στην εκκλησία
Οι μαθητές δε ως αποστολή είχαν:
"τοὺς μὲν οὖν χρόνους τῆς ἀγνοίας ὑπεριδὼν ὁ Θεὸς τανῦν παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν". Έτσι τελικά γίνεται εύκολα αντιληπτό πως ο Ιησούς Χριστός έδωσε τη εξουσία στους μαθητές να αφέουν αμαρτίες ως ένα ακόμα στοιχείο της αποστολής τους. Το να περιορίσουμε λοιπόν μέσα από τους λόγους του Κυρίου την άφεση αμαρτιών, μόνο μέσω του βαπτίσματος "δεν ανταποκρίνεται προς τη φυσική έννοιαν το λέξεων, τα οποία ο Κύριος είπε", ειδικά αν συνυπολογίσουμε πως ο Ιησούς Χριστός μιλούσε με φράσεις όπως "αφιέναι αμαρτίας", "επικαλύπτεσαθι αμαρτίας", "καθαρίζειν πάσας αδικίας", αλλά και "εξαλείφειν το ανόμημα" και "εξαλείφεσθαι τας αμαρτίας", που εκδηλώνει θέληση για διαρκή αφανισμό και εξάλειψη κάθε κηλίδος στη ζωή των πιστών.
Η πρακτική του μυστηρίου
Στην αρχαία εκκλησία το μυστήριο της εξομολογήσεως τελείτο ενώπιον ολόκληρης της κοινότητος. Χαρακτηριστικό μάλιστα απόσπασμα ευρίσκεται στη Διδαχή των Αποστόλων, όπου αναφέρεται "εν εκκλησία εξομολογήσει τα παραπτώματά σου και ου παρελεύση επί προσευχήν εν συνειδήσει πονηρά". Από τον Ωριγένη μάλιστα όμως μαθαίνουμε πως γινόταν και μυστική εξομολόγηση, για ορισμένα αμαρτήματα. Από τον 4ο αιώνα πλέον το μυστήριο της εξομολογήσεως περνά οριστικά στο στάδιο της προσωπικής εξομολογήσεως. Οι λόγοι που οδήγησαν σε μία τέτοια πράξη ήταν πως ορισμένα αμαρτήματα τιμωρούνταν με σοβαρές ποινές από την πολιτεία, μέχρι και θάνατο, αλλά και διότι με το πέρασμα του καιρού οι αρχικές ενθουσιαστικές τάσεις στο εσωτερικό των κοινοτήτων δεν ευδοκιμούσαν πλέον.
Η εξομολόγηση ήδη από τα αποστολικά έτη προηγείτο κατά κανόνα της Θείας Ευχαριστίας. Χαρακτηριστικό άλλωστε είναι και το απόσπασμα της Διδαχής των Αποστόλων, όπου εν μέσω άλλων αναφέρεται "Κατά την Κυριακήν δε Κυρίου συναχθέντες κλάσατε άρτον και ευχαριστήσατε, προεξομολογησάμενοι τα παραπτώματα ημών", στηριζόμενη πραφανώς και στην προτροπή του Ιακώβου του αδελφοθέου "Εξομολογείσθαι ουν αλλήλοις τας αμαρτίας και προσεύχεσθε υπέρ αλλήλων, όπως ιαθείται".
Το ζήτημα της μετανοίας
Στην πρώτη εκκλησία οι βαρέως αμαρτάνοντες αποκόπτονταν από το σώμα της εκκλησίας. Με την πάροδο του χρόνου όμως, τη χαλάρωση των ενθουσιαστικών τάσεων καθώς και την εισροή πλήθους πιστών στις τάξεις τις εκκλησίας περιορίστηκε ο αριθμός των βαρέων αμαρτημάτων στο φόνο, την ακολασία και την έκπτωση από το χριστιανισμό. Οι βαρέως αμαρτάνοντες καλούνταν πλέον σε δια βίου μετάνοια, ενώ οι υπόλοιποι πιστοί μετά από κάποιο διάστημα μετάνοιας γίνονταν δεκτοί σε κοινωνία. Χαρακτηριστικό στάδιο της σταδιακής επιείκειας, ήδη διαφαίνεται στον Ποιμένα του Ερμά, όπου ο συγγραφέας αναφέρει περί αποδεκτής μίας συγνώμης σε αντίστοιχες περιστάσεις.
Η έννοια λοιπόν της μετάνοιας συνδέθηκε άρρηκτα με το μυστήριο της εξομολόγησης, αφού η μεν εξομολόγηση ήταν κίνητρο για μετάνοια, η δε μετάνοια κίνητρο για το μυστήριο. Κατά τον 2ο αιώνα μάλιστα θα δημιουργηθούν σημαντικές έριδες στο εσωτερικό της εκκλησίας και μάλιστα αρκετές αποσχιστικές ομάδες, οι οποίες θεωρούσαν έκπτωση την οποιαδήποτε αποδοχή συγνώμης και μη δια βίου μετανοίας σε περιπτώσεις θανάσιμων αμαρτημάτων. Έτσι κατά το δεύτερο αιώνα το μεγάλο πρόβλημα των εκκλησιών ήταν το ζήτημα της δεύτερης μετάνοιας. Ο Μοντανισμός, με τις αυστηρές ασκητικές και ενθουσιαστικές τάσεις τελικά οδήγησε το ζήτημα αυτό από ένα ζήτημα πνευματικής μορφής, σε ένα ζήτημα καθαρά εκκλησιολογικό, το οποίο δίχασε το εσωτερικό της εκκλησίας μέχρι και τον 4ο αιώνα. Ουσιαστικά επρόκειτο για μια διαλεκτική ανάμεσα σε μια πιο επιεική γραμμή ή την αυστηρότητα. Το πρόβλημα μάλιστα ήταν ιδιαίτερα σημαντικό, διότι "αν λ.χ. επικρατούσαν οι περί εκκλησίας και μετανοίας αντιλήψεις των μοντανιστών, τότε εξατμιζόταν το όλο μυστήριο της εκκλησίας στις εσχατολογικές προσδοκίες της καθόδου της πνευματικής Ιερουσαλήμ ή και τις χιλιετούς μεσοβασιλείας του Θεού". Τελικά στις τάξεις της εκκλησίας επικράτησε η πιο επιεικής γραμμή, που σύναδε με την οικουμενικότητα του μηνύματός της, διαβαίνοντας το μονοπάτι ανάμεσα στις αυστηρές ασκητικές τάσεις, που εμπεριείχαν και πρότυπα ηθικισμού και διαρχίας, όπως του γνωστικισμού και μοντανισμού, καθώς της πλήρους επιείκιας όπως αυτή εμφανίστηκε σε μερικά αποσχιστικά συστήματα του 2ου αιώνα.
Οι προϋποθέσεις του ορθού μυστηρίου
Τα μυστήρια στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έχουν μαγικό χαρακτήρα. Αυτό σημαίνει πως σε κάθε μυστήριο, πλην του βαπτίσματος, απαιτείται η ειλικρινής διάθεση του πιστού καθώς και η απαραίτητη προετοιμασία. Έτσι και στο μυστήριο της μετανοίας. Η προσαγωγή στο ιερέα, η ομολογία του σφάλματος και το διάβασμα της συγχωρητικής ευχής, αποτελούν τη μία όψη του μυστηρίου, που από μόνη της δεν επαρκεί.
Το πρώτο και απαραίτητο βήμα κατά τους πατέρες της εκκλησίας ώστε ο άνθρωπος να οδηγηθεί σε ένα ουσιαστικό μυστήριο και την κάθαρση, είναι η αυτογνωσία. Κατά τον ιερό Χρυσόστομο ο άνθρωπος πρέπει "επιγνώναι τα αμαρτήματα και καταγνώναι των πλημελλημένων και καταδικάσαι εαυτούς". Γι'αυτό και ο Μέγας Βασίλειος μας λέγει πως η μετάνοια "καλεί το πρότερον εν εαυτό τινά βοήσαι" και ακολούθως "και συντρίψαι την εαυτού καρδίαν". Εξού και "το φάρμακον της μετανοίας κατασκευάζεται πρώτον από καταγνώσεως των οικείων αμαρτημάτων". Είναι λοιπόν βασικό συστατικό η αναγνώριση του σφάλματος, διότι χωρίς αυτό, το μυστήριο δεν ενεργεί. Η συντριβή επίσης είναι απαραίτητο στοιχείο, όπως διαφαίνεται από τις Ευαγγελικές περικοπές, αλλά και την Παλαιά Διαθήκη, στις περιπτώσεις του Αποστόλου Πέτρου και του Δαυίδ. Για την περίπτωση μάλιστα της συντριβής έχουμε πλειάδα πατέρων που αναφέρονται επί του θέματος. Εν αρχή στον Ποιμένα του Ερμά, αλλά και στον Ιουστίνο, τον Ωριγένη, τον Τερτυλλιανό. Μάλιστα τα ειλικρινή δάκρυα της μετανοίας κατά τον ιερό Χρυσόστομο "συγκολώντα και ενούντα τον Θεό...(κατέστησαν) την πόρνην σεμνοτέρα παρθένων". Έτσι λοιπόν βασικό ζήτημα είναι η αναγνώριση των σφαλμάτων του ανθρώπου και η αυτοκατάκριση, δηλαδή η μη προσπάθεια δικαιολόγησης των πεπραγμένων, αλλά συντριβή και διάθεση μεταστροφής. Μία ακόμα σημαντική παράμετρος είναι ότι ο πιστός προσέρχεται με συντριβή ενώπιον του Κυρίου, όχι για λόγους φόβου ενώπιον μία τιμωρίας. Σε αυτή την περίπτωση έχουμε μια εγωιστική μετάνοια ανάλογη με αυτή του Ησαύ και του Ιούδα οι οποίοι μεταστράφηκαν ενώπιον των συνεπειών της αμαρτίας τους.
Η τέλεση του μυστηρίου
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία το μυστήριο λαμβάνει μία μορφή συζητήσεως μεταξύ του πιστού και του ιερέα, εξού και ο ιερέας απαγορεύεται πάντοτε αυστηρά να αποκαλύψει σε οποιοδήποτε το περιεχόμενο της εξομολογήσεως. Εν αντιθέσει με την Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, το μυστήριο δε λαμβάνει χώρα σε ειδικό χώρο ως εξομολογητήριο, αλλά σε οποιοδήποτε χώρο δύναται να υπάρχει ησυχία. Συνήθως το μυστήριο τελείται μέσα στο ναό, έμπροσθεν εικονοστασίου ή σε κάποιο ιδιαίτερο χώρο, όπως κάποιο δωματιάκι. Εν αντιθέσει πάλι με τη Δύση, που ο ιερέας κάθεται και ο εξομολογούμενος γονατίζει, ο πιστός στην Ορθόδοξη εκκλησία κάθεται, όπως και ο ιερέας. Στη Ρωσική μάλιστα εκκλησία, ο πιστός συνήθως κάθεται σε ένα τραπεζάκι στραμμένος προς μία εικόνα, ένα ευαγγέλιο ή τον εσταυρωμένο, με μία μικρή κλίση προς τον ιερέα. Κατά τη διάρκεια του μυστηρίου ο ιερέας δίδει κάποιες συμβουλές στον πιστό και όταν τελειώσει το στάδιο αυτό, ο εξομολογούμενος γονατίζει. Ο ιερέας τοποθετεί το επιτραχήλιο στο κεφάλι του πιστού καθώς και το χέρι του ανάμεσα στο κεφάλι και το επιτραχήλιο και διαβάζει τη συγχωρητική ευχή.
Ο ιερέας, εφόσον θωρεί αναγκαίο, μπορεί να επιβάλει κάποιο επιτίμιο, δηλαδή κάποια άσκηση στον κατηχούμενο για να καταπολεμήσει το πάθος και την αμαρτιτική επιθυμία. Τέλος πρέπει να αναφερθεί πως στην Ορθόδοξη Εκκλησία η έννοια του πνευματικού καθοδηγητή και του εξομολόγου δεν ταυτίζονται απαραίτητα, ενώ δεν υπάρχει κάποιος αυστηρός κανόνας για το πότε κάθε πιστός πρέπει να εξομολογείται. Στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, που είναι σύνηθες κάποιος πιστός να μεταλαμβάνει 5 με 6 φορές το χρόνο, συνήθως και τις αντίστοιχες φορές προηγείται το μυστήριο. Σε περιπτώσεις συχνότερης Θείας Μεταλήψεως, ο πιστός δεν πρέπει να προσέρχεται απαραίτητα στο μυστήριο, εφόσον δε συντρέχει σοβαρός πνευματικός λόγος.
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία πρέπει να τονιστεί πως μόνος υπεύθυνος για τέλεση του μυστηρίου της μετανοίας, είναι ο επίσκοπος. Το μυστήριο δύναται να τελέσει και πρεσβύτερος, αλλά μόνο με ειδικό ενταλτήριο υπό του επισκόπου. Χαρακτηριστικός επ αυτού είναι Βαλσάμων ο οποίος στην ΚΑ΄ ερώτηση του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Μάρκου απήντησε πως "Ιερωμένος δε μοναχός ή πολλώ πλέον ανίερος, παρά γνώμην επισκόπου τω Θεω καταλλάσειν ου δύναται τον εξαγορεύοντα", αλλά και ο Συμεών Θεσσαλονίκης που σε αντίστοιχη περίπτωση ανέφερε πως "περί δε γε πνευματικού λειτουργήματος εγγύς του αχειροτονήτως ενεργούντως των αμαρτήματι και ο δίχα προτροπής αρχιερέως και εντάλματως ενεργών".
Αιρετικές δοξασίες και πρακτικές
Το περί αφέσεως δόγμα της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας
Σύμφωνα με τη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία μέσω της μετανοίας συγχωρούνται οι αιώνιες ποινές, όχι όμως και οι πρόσκαιρες οι οποίες επιβάλλονται από το Θεό για τις αμαρτίες του ανθρώπου. Κατά τη Ρωμαιοκαθολική μάλιστα εκκλησία τα επιτίμια έχουν χαρακτήρα ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης, και υπομένοντάς τα ο αμαρτωλός μετριάζει τις πρόσκαιρες ποινές. Αν όμως δεν προλάβει να ικανοποιήσει τη θεία δικαιοσύνη ο άνθρωπος, τότε θα υποστεί ποινές μετά θάνατον, όπως το καθαρτήριο πυρ της μέσης καταστάσεως. Επιπρόσθετα οι σχολαστικοί πράττουν και μία ακόμα αιρετική δογματική προσέγγιση, αφού κατ αυτούς η εκκλησία παρεμβαίνει ή αίρει ολοτελώς τις πρόσκαιρες ποινές, αντλώντας εκ του θησαυρού των περισσευουσών αξιομισθιών του Χριστού και των Αγίων. Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού είναι οι παπικοί να διακρίνουν την άφεση από το μυστήριο, χαρακτηρίζοντάς τη ουσιαστικά μια δικαστική πράξη. Κατ αυτούς το μυστήριο συγχωρεί τελικά την αθέτηση και την ενοχή του θείου νόμου. Έτσι και ο Πάπας έχει απόλυτη εξουσία επί των αφέσεων, έχοντας δικαίωμα απεριόριστης παροχής αφέσεων, ενώ κάθε επίσκοπος έχει δικαίωμα να παρέχει λυσίποινα ή αφέσεις 50 ημερών, οι μητροπολίτες 100 ημερών και οι καρδινάλιοι 200 ημερών. Το περί αφέσεως δόγμα στην Ρωμαιοκαθολική εκκλησία πρώτη φορά θεσμοθετήθηκε τον 11ο αιώνα.
Τα συγχωροχάρτια
Η παραπάνω αντίληψη της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας περί τόπου καθάρσεως και ποινών τις οποίες πρέπει να εκτίσει η ψυχή που βρίσκεται σ' αυτό, ώστε να ικανοποιηθεί η θεία δικαιοσύνη, είναι ακριβώς το πεδίο στο οποίο εφαρμόζεται από την Δυτική Εκκλησία η πρακτική των λυσιποίνων αφέσεων ή αλλιώς συγχωροχαρτιών, τις οποίες χορηγεί ο Πάπας στους πιστούς. Αυτό γίνεται επειδή ο ίδιος μπορεί να παρέμβει υπέρ των καθαιρομένων ψυχών στη διαδικασία καθάρσεως της ψυχής, για να συντομεύσει ή και να άρει παντελώς το χρόνο της καθάρσεως. Ο κανονικός τρόπος διανομής των συγχωροχαρτιών είναι με διαδικασίες ευλάβειας και αγιότητας και πέρα από κάθε έννοια αισχροκέρδειας, σύμφωνα με απόφαση της Συνόδου του Τριδέντου στα 1567. Σε παλαιότερες εποχές όμως, το δόγμα περί καθάρσεως της ψυχής είχε τύχει εκμετάλλευσης και τα συγχωροχάρτια όχι μόνο παρέχονταν στους πιστούς χωρίς λειτουργική πράξη αλλά επιπλέον πωλούνταν υποχρεωτικά, ενώ το πρόβλημα είχε επεκταθεί και στην περίπτωση πεθαμένων που βρίσκονταν ήδη στο καθαρτήριο οπότε "η χορήγηση των συγχωροχαρτιών γινόταν κατόπιν καταβολής χρημάτων από τους συγγενείς...πράγμα που πολύ έβλαψε και διέσυρε την Εκκλησία αυτή στη Δύση".
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία εμφανίστηκαν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας έγγραφα με την ονομασία Συγχωρητικές επιστολές ή συγχωρητικά ή συγχωρητήρια γράμματα ή συγχωροχάρτια "όχι βέβαια με την παπική σημασία". Σύμφωνα με την περιγραφή του πατριάρχη Δοσίθεου Νοταρά "Περί των συγχωρητικών γραμμάτων...":
"Απρίατος [δηλ. δεν αγοράζεται] γαρ η του Θεού χάρις, αδωροδόκητον τω της Εκκλησίας μυστήριον, ουκ εμπόριον η του Χριστού Εκκλησία και οι θησαυροί αυτής ακαπήλευτοι...Ούτος δε ο πλούτος διήνοικται τοις μετανοούσι και μόνοις...παρέχονται δε τα συγχωρητικά παρά των αγιωτάτων Πατριαρχών ου μόνον τοις εις αυτούς αλλά και τοις ή εις Επίσκοπον ή και εις Πρεσβύτερον εξομολογηθείσι"
Πηγή: Ορθόδοξη Εγκυκλοπαίδεια